Αρχαία Οισύμη ή Αισύμη.

Γράφει ο Ιωάννης Αθ. Κόντης, Υποστράτηγος ε.α.(*)

Ευχαριστίες

Επιθυμώ να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στη Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Δράμας κυρία Βασιλική Πουλιούδη, την Αρχαιολόγο του Αρχαιολογικού Μουσείου Δράμας κυρία Γ. Γεωργιάδου και τον Αρχαιολόγο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κύριο Χαράλαμπο (Χάρη) Τσουγγάρη για την πρόθυμη και ευγενική βοήθειά τους στην αναζήτηση και χορήγηση σε μένα των πολύτιμων αρχαιολογικών ανακοινώσεων των εγκρίτων Αρχαιολόγων κυρίας Χάϊδως Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κυρίας Αικατερίνης Παπανικολάου για το ανασκαφικό έργο που επιτελέστηκε στην αρχαία Οισύμη την δεκαετία του 1980.

Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2025

***

Η παρούσα εργασία έγινε προς επίτευξη των παρακάτω σκοπών:

1. Την εκ νέου προβολή των λίαν ενδιαφερόντων επιστημονικών (ανασκαφικών – ιστορικών) στοιχείων με τα οποία φωτίσθηκε το ιστορικό παρελθόν της αρχαίας Οισύμης και ιδιαιτέρως των ανακοινώσεων επί του ανασκαφικού έργου των εγκρίτων Αρχαιολόγων κυρίας Χάϊδως Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κυρίας Αικατερίνης Παπανικολάου, καθώς και παλαιότερα, του καθηγητού ΑΠΘ Γεωργίου Μπακαλάκη και της κυρίας Ευγενίας Λεβεντοπούλου Γιούρη, προκειμένου να γίνουν γνωστά από τους φιλίστορες, τους ιστορικούς ερευνητές νεώτερες ηλικίες και από το ευρύ κοινό.

2. Την προσπάθεια ένταξης του αρχαιολογικού χώρου της Οισύμης στο πρόγραμμα χρηματοδότησης του Υπουργείου Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης) για την συνέχιση των ανασκαφών, προκειμένου να φωτισθεί περισσότερο η ζωή στην πόλη κυρίως την περίοδο του χαλκού, και να συνδεθεί επιστημονικά η πληροφορία την οποία μας παραδίδει η Ιλιάδα του Ομήρου, (Ραψωδία Θ΄), ότι η αρχαία Αισύμη, η γενέθλια πατρίδα της Καστιάνειρας, μιας από τις νόμιμες συζύγους του βασιλέως της Τροίας Πριάμου, ταυτίζεται με την Οισύμη. Είναι προφανές, ότι το ενδεχόμενο και μόνον εξεύρεσης αρχαιολογικού ανασκαφικού υποστρώματος στον λόφο της αρχαίας Οισύμης της περιόδου του Τρωικού Πολέμου, ή ακόμη περισσότερο, ενός ασύλητου ταφικού μνημείου της ίδιας περιόδου στην πέριξ περιοχή (αμμολόφων), θα επανέφερε στο φως και θα επιβεβαίωνε την πληροφορία του Ομήρου περί της Καστιάνειρας, δίδοντας την ευκαιρία για μία νέα προσπάθεια αρχαιολογικών και ιστορικών αναζητήσεων και τεκμηριώσεων στην περιοχή και ανάδειξη νέων άγνωστων σήμερα επιστημονικών αρχαιολογικών & ιστορικών ενδιαφερόντων.

Η όλη προσπάθεια εστιάζεται στην ευαισθητοποίηση της νέας Ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης) για την χρηματοδότηση της συνέχισης του ανασκαφικού έργου, υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας.

Την επί του πεδίου άσκηση των φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, λόγω γειτνίασης της Οισύμης με την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπως εκπαιδευτικά συμβαίνει με την περίπτωση του αρχαίου Δίου.

Την διάσωση, διασφάλιση και περεταίρω ανάπτυξη και προβολή του αρχαιολογικού χώρου της Οισύμης, δεδομένου ότι σήμερα, είναι σχεδόν αφύλακτος (υφίσταται παλαιό συρματόπλεγμα καταστραφέν σε πολλά σημεία) και προσπελάσιμος από κάθε επισκέπτη, πράγμα το οποίο μπορεί να αποτελέσει στόχο πιθανής επίβουλης καταστροφής.

Αποφάσισα την συγγραφή του άρθρου αυτού, κινούμενος αμιγώς από αγάπη προς την Αρχαιολογία και την Ελληνική Ιστορία. Ως Έλλην Αξιωματικός, έδωσα όρκο πίστης προς την Πατρίδα μας Ελλάδα και ιδιαιτέρως προς την Μακεδονία μας, της οποίας αποτελώ τέκνο. Δυστυχώς δεν σπούδασα την Αρχαιολογία ως Επιστήμη. Είμαι όμως πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και φιλίστορας. Σπούδασα Ιστορία, με μοναδικό μου κίνητρο την αγάπη προς την Ιστορία. Με πλήρη επίγνωση της έλλειψης των απαιτούμενων προσόντων προς τούτο, επιχειρώ την συγγραφή αυτού του άρθρου, θέτοντας τους υψηλούς σκοπούς τους οποίους προανέφερα. Δεν ήρθα σε επαφή με καμία επίσημη Αρχή η οποία θα μπορούσε να έχει -εύλογα- την ευθύνη ή την ωφέλεια ή την σκοπιμότητα από το άρθρο αυτό ή την περαιτέρω ανάπτυξη του αρχαιολογικού χώρου της Οισύμης [όπως: Υπουργείο Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης, ΑΠΘ, Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, Δήμος Παγγαίου]. Δηλώνω, ότι δεν έχω ουδεμία σχέση, φιλία, συγγένεια ή οποιοδήποτε άλλο συμφέρον, από την επίτευξη των σκοπών τους οποίους έθεσα. Κινούμαι με μοναδικά ελατήρια την φιλοπατρία και την αγάπη προς την Ιστορία της αιωνίου Ελλάδας! Συνεπώς, ενεργώ συνειδητά αυτοτελώς, έχοντας πίστη στην βοήθεια του Θεού και τον πατριωτισμό όλων όσων θα μελετήσουν το άρθρο αυτό, κυρίως των υπευθύνων Αρχών (φορέων) τους οποίους προανέφερα, ιδιαιτέρως δε, της Ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης).

Είναι πολύ πιθανό, να έχουν προηγηθεί και άλλες παρόμοιες -με την δική μου- ενέργειες από τους φορείς τους οποίους προανέφερα, ή άλλους Έλληνες, με τεθέντες αντικειμενικούς σκοπούς, παρόμοιους με αυτούς τους οποίους εγώ έθεσα. Εάν όντως έχουν προηγηθεί τέτοιες, τότε, το παρόν άρθρο θα ενεργήσει συγκαταβατικά προς την επίτευξή τους. Εάν όχι, τότε εύχομαι εις τον Θεό, το παρόν άρθρο να αποτελέσει το έναυσμα μιας νέας αρχής ανασκαφικής και ερευνητικής δραστηριότητας στον αρχαιολογικό χώρο της Οισύμης. Γένοιτο!

Η υφιστάμενη σήμερα κατοικημένη πόλη με το όνομα Αισύμη, η οποία ανήκει στο Δήμο Αλεξανδρούπολης, ουδεμία σχέση έχει με την Ομηρική Αισύμη περί της οποίας αναφερόμαστε στο άρθρο.

Αναφέρω επιγραμματικά και μόνο, λίγα λόγια για την ιστορία της Θρακικής Αισύμης. Η Αισύμη της Θράκης, δημιουργήθηκε τον XI αιώνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Το όνομά της ήταν αρχικά Σοκόλ (=γεράκι). Από τον 14ο αιώνα, η Αισύμη και όλη η Δυτική Θράκη, βρισκόταν υπό την οθωμανική κατοχή. Μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους, το χωριό ονομάζεται με το ίδιο όνομα, αλλά στα τουρκικά: Doğanhisar και στα Βουλγαρικά: Дуган Хисар, Dugan Hisar. Τον 17ο αιώνα από την Αισύμη θα περάσει ο Οθωμανός περιηγητής Evliya Celebi, όπου και θα κάνει μια εκτενή περιγραφή του οικισμού. Το 1800, το χωριό έχει 400 σπίτια και το 1878 σύμφωνα με «Εθνογραφία των βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης» στην Αισύμη Σοκόλ (Sokol) ζουσαν 340 βουλγαρικές οικογένειες με 1.650 ανθρώπους. Παρέμεινε υπό τουρκική κυριαρχία μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1913. Μετά το τέλος της οθωμανικής κατοχής, το 1913–1919 η Αισύμη περιήλθε στους Βούλγαρους, ενώ αργότερα η Αισύμη προσαρτήθηκε στην Ελλάδα με ανταλλαγή πληθυσμών.

Η Νέα Πέραμος, ευρίσκεται τοποθετημένη στον μυχό του κόλπου των Ελευθερών στον Νομό Καβάλας. Έχει υψόμετρο 14 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 40,83590153 και γεωγραφικό μήκος 24,2985883383. Απέχει 17 χλμ (δυτικά) από την πόλη της Καβάλας. Η πόλη δημιουργήθηκε το 1923 από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1920 από την περιοχή της Περάμου στην νότια όχθη της θάλασσας του Μαρμαρά αλλά και από οικογένειες από άλλα χωριά της Κυζίκου όπως τη Διαβατή, το Καστέλι, τη Χαρταλιμή, το Πασά Κιοϊ και τα Γανόχωρα. Αρχές του 1928 ο συνοικισμός αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Νέας Περάμου. Η περιοχή ήταν γεμάτη από βαλτότοπους οι οποίοι σταδιακά με τον χρόνο καλύφθηκαν και απάλλαξαν τους κατοίκους από την ελονοσία που τους θέριζε. Με την σκληρή εργασία τους και την προοδευτική τους διάθεση οι νέοι πρόσφυγες κάτοικοι της περιοχής κατόρθωσαν να τιθασεύσουν τα υφιστάμενα προβλήματα και αργά αλλά σταθερά ο τόπος άρχισε να προοδεύει. Από το 1998 έως το 2010 η Νέα Πέραμος μαζί με άλλα χωριά αποτέλεσαν το νέο Δήμο Ελευθερών, σύμφωνα με τον “Νόμο Καποδίστρια”. Σήμερα η Νέα Πέραμος, Δημοτική Κοινότητα Νέας Περάμου (Δημοτική Ενότητα ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ), ανήκει στον δήμο ΠΑΓΓΑΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΚΑΒΑΛΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”. Έδρα του δήμου είναι η Ελευθερούπολη και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας.

Η πόλη της Νέας Περάμου με τον χαρακτηριστικό της κόλπο και λιμένα.

Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Νέας Περάμου, στα παράλια του υπήνεμου κόλπου των Ελευθερών και στις παρυφές της εύφορης πεδιάδας που βρίσκεται μεταξύ του όρους Συμβόλου και της θάλασσας, αποτέλεσε προφανώς την πρώιμη (τουλάχιστον από το τέλος της εποχής του χαλκού) αιτία για κατοίκηση της περιοχής.

Στους ακολουθούντες χάρτες του GOOGLE MAP φαίνονται χαρακτηριστικά τα φυσικά πλεονεκτήματα που παρέχει ο κόλπος των Ελευθερών με την ευρύτερη πεδιάδα που την περιβάλλει.

Ο λόφος της Οισύμης από αέρος.

Στην περιοχή αυτή τοποθετείται η αναφερόμενη από τον Όμηρο πόλη Αισύμη. Από τον Όμηρο αντλούμε τις παρακάτω αρχαιότερες για την πόλη πληροφορίες: Η πανέμορφη σαν θεά στο σώμα Καστιάνειρα, μία από τις νόμιμες συζύγους του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, είχε γενέτειρα την Αισύμη. Στους στίχους αναφέρεται από τον βασιλιά της Τροίας Πρίαμο, ως η μητέρα του όμορφου παλληκαριού Γοργυθίωνα. Ο Γοργυθίωνας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στον οποίο μάλιστα και σκοτώθηκε από το βέλος του δεινού τοξότη Τεύκρου αδελφού του Αίαντα. Ο Γοργυθίωνας αναφέρεται ως “μυθικό πρόσωπο” στην Ιλιάδα, στη Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου (ένα αρχαίο ελληνικό λογοτεχνικό έργο) και στον κατάλογο των 55 τέκνων του Πριάμου που μας παραθέτει ο Υγίνος. Παρακάτω παραθέτω τους στίχους από την Θ΄ Ραψωδία και την μετάφραση του Ι. Πολυλά.

ΙΛΙΑΔΟΣ – ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄
(στίχοι : 245-349)
ἦ ῥα καὶ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν 300
Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός·
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρθ᾽, ὃ δ᾽ ἀμύμονα Γοργυθίωνα
υἱὸν ἐῢν Πριάμοιο κατὰ στῆθος βάλεν ᾇῷ,
τόν ῥ᾽ ἐξ Αᾇσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ
καλὴ Καστιάνειρα δέμας ἐϊκυῖα θεῇσι. 305
μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ
καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εᾇαρινῇσιν,
ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.

(Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ)
Είπε κι ευθύς απ’ την χορδήν ετράβηκε άλλο βέλος,
τον Έκτορα που’χε αντικρύ ποθώντας να πετύχη.
Τον έσφαλε κι εκτύπησε στο στήθος τον γενναίον
εύμορφον Γοργυθίωνα, αγόρι του Πριάμου
που’χε γεννήσει νυμφευτή γυνή του απ’ την Αισύμην,
η ωραία Καστιάνειρα, ωσάν θεά στο σώμα.
Και ως παπαρούνα φουντωτή που απ’ του καρπού το βάρος
και απ’ ανοιξιάτικες δροσιές την κεφαλήν της γέρνει,
την κεφαλήν έγειρε αυτός του κράνους απ’ το βάρος…

Δυστυχώς μέχρι σήμερα, μόνον οι σχολιαστές του Ομήρου ταυτίζουν την ομηρική Αἰσύμη με τη θασιακή αποικία Οἰσύμη. Η ταύτιση της αρχαίας πόλης του οχυρού λόφου με τη θασιακή αποικία Οισύμη στηρίχτηκε σε κείμενο βυζαντινού σχολιαστή της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου, που τη συνδέει με τη βυζαντινή Ανακτορούπολη [3], “Οἰσύμη ἡ Ανακτορούπολις” (Χ. Κουκούλη — Χρυσανθάκη, Παγγαίο, Τα Πρακτικά του πρώτου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας, Δήμος Παγγαίου, 2017).

Ο Στέφανος ο Βυζάντιος είναι εκείνος που ταυτίζει την ομηρική Αισύμη με την Οισύμη, η οποία αναφέρεται από τον Θουκυδίδη ως αποικία των Θασίων στην Πιερίδα της αρχαίας Θράκης. Ο Θουκυδίδης γράφει ότι η Οισύμη/Αισύμη μαζί με δύο άλλες πόλεις της Ηδωνίδας, τη Γαληψό (επίσης αποικία των Θασίων) και τη Μύρκινο, προσχώρησε κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το 424 π.Χ., στον στρατηγό των Λακεδαιμονίων Βρασίδα [1] .

Η αρχαιότερη φάση της ιστορίας της Oἰσύμης θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ομηρική Αἰσύμη, η οποία αναφέρεται στην Ιλιάδα ως πατρίδα της Καστιάνειρας, μιας από τις πολλές συζύγους του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Αυτό περιμένει να πληροφορηθεί όλη η Ελλάδα με αγωνία, αλλά υπολείπεται να επιβεβαιωθεί από την ενδελεχή αρχαιολογική έρευνα! Η ομηρική Αἰσύμη, παιονική ή θρακική πόλη, πρέπει να είχε συνταχτεί με τους Τρώες, όπως η αναζητούμενη στις όχθες του Άξιού Παιονική. Από την εποχή ωστόσο αυτή, η οποία ανάγεται στα τέλη της ΄Υστερης Εποχής του Χαλκού, δεν έχουμε ακόμα αρχαιολογικά ευρήματα στην Οισύμη. Αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν με την επισταμένη αρχαιολογική έρευνα! Τα αρχαιότερα μέχρι σήμερα κατάλοιπα της ιστορίας αυτής της θασιακής αποικίας χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1050-700 π.Χ.), περίοδο που διαδέχτηκε τον μυκηναϊκό κόσμο, στον οποίο αποδίδεται η καταστροφή της Τροίας. Πρόκειται για καμένα θραύσματα πηλών που προέρχονται από την ανωδομή πηλόχτιστων σπιτιών και θραύσματα χειροποίητων αγγείων με αυλακωτή διακόσμηση που παραπέμπουν σε αντίστοιχη κεραμική από τη Θάσο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου42 στον πολιτιστικό ορίζοντα της οποίας εντάσσονται. Αυτό το στρώμα καταστροφής στην ακρόπολη του οχυρού λόφου θα ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί και ως πρώτη αρχαιολογική μαρτυρία για το βίαιο τέλος του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, το οποίο θα ήταν δυνατόν να αποδοθεί στις πρώτες συγκρούσεις των Θασίων αποίκων με τα τοπικά θρακικά φύλα. Την περίοδο αυτών των πρώτων συγκρούσεων, τις οποίες βίωσε και περιέγραψε ο ποιητής Αρχίλοχος, γιος του Πάριου οικιστή της Θάσου Τελεσικλή43, διαδέχτηκε οπωσδήποτε η εποχή της συνύπαρξης και της συμβίωσης αποίκων και τοπικών πληθυσμών. Ορισμένες μάλιστα από τις θασιακές αποικίες όπως η Οισύμη, η Γαληψός, η Αντισάρα, η Πίστυρος, το Δάτον κράτησαν τα ονόματα των προαποικιακών οικισμών, των οποίων τη ζωή φαίνεται ότι συνέχισαν, σε αντίθεση με άλλες αποικίες όπως η Νεάπολις και η Απολλωνία, που πήραν ελληνικά ονόματα. (Χ. Κουκούλη — Χρυσανθάκη, Παγγαίο, [Τα Πρακτικά του πρώτου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας, Δήμος Παγγαίου, 2017)- (η έντονη γραφή και οι υπογραμμίσεις δικές μου)].

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν στην ακρόπολη της αρχαίας πόλης το 1938 από τον Γεώργιο Μπακαλάκη. Η ανασκαφή είχε μικρή έκταση και περιορίστηκε σε μια ανασκαφική τομή στα ανατολικά του και τότε ορατού μνημειακού αναλήμματος στην ακρόπολη. Ήδη από τις επιφανειακές έρευνες του P. Collart είχαν εντοπιστεί οι δύο περίβολοι των τειχών και η επέκταση της αρχαίας πόλης στις νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου. Ο Γ. Μπακαλάκης επιβεβαίωσε τις παρατηρήσεις του P. Collart και εντόπισε στον λόφο βορειοδυτικά της ακρόπολης νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους λεηλατημένους από τους λαθρανασκαφείς.

Την εντόπιση το 1964 νεκροταφείου στους αμμόλοφους της παραλίας, νότια του λόφου της αρχαίας πόλης, ακολούθησαν εκτεταμένες ανασκαφές από την Ευγενία Λεβεντοπούλου Γιούρη, οι οποίες συνεχίστηκαν από τη Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη με τη συνεργασία της Ε. Γιούρη το 1968. Οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν ένα σημαντικό τμήμα του νεκροταφείου της πόλης των Αρχαϊκών και των Πρώιμων Κλασικών Χρόνων και εντόπισαν τη χρήση του χώρου του και στους Παλαιοχριστιανικούς Χρόνους. Νεότερες σωστικές ανασκαφές πολλαπλασίασαν τα παραδείγματα παλαιοχριστιανικών τάφων στους αμμόλοφους της παραλίας. Στην αρχαία πόλη, οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από τη Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη με τη συνεργασία της Ευγενίας Γιούρη και της Αικατερίνης Παπανικολάου εντόπισαν στην ακρόπολη ιερό γυναικείας θεότητας, πιθανότατα της Αθηνάς Πολιούχου. Στο μνημειακό ανάλημμα, το οποίο είχε αρχίσει να ερευνά ο Γ.Μπακαλάκης, αποκαλύφθηκε ναός του τέλους του 6ου/αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα, με συνέχεια ζωής ως και τους Ρωμαϊκούς Χρόνους. Ο ναός έχει κτιστεί πάνω σε στρώμα καταστροφής προγενέστερου κτιρίου, πιθανότατα επίσης ναού της ίδιας θεότητας, τα ευρήματα του οποίου χρονολογούνται από τέλη του 7ου με αρχές του 6ου – τέλη 6ου με αρχές 5ου π.Χ. αιώνα.

Εικόνα Σφίγγας, επί τμήματος λαιμού Μηλιακού πιθαμφορέα, που χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχος, από το αρχαίο νεκροταφείο της Οισύμης, στους αμμόλοφους (630-620 π.Χ). (πηγή)

Από τις ανασκαφικές έρευνες στο ιερό της ακρόπολης το 1987-1990 προέκυψαν επίσης και οι πρώτες πληροφορίες για ένα εξαιρετικά σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της αρχαίας πόλης: την προαποικιακή φάση κατοίκησης του χώρου, η οποία με βάση τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα ανάγεται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1050-700 π.Χ.). Από το αναφερόμενο από τον Γεώργιο Μπακαλάκη νεκροταφείο του γειτονικού στα δυτικά της αρχαίας πόλης λόφου29 δεν έχουν εντοπιστεί ως τώρα ασύλητοι τάφοι. Με βάση την επιφανειακή κεραμική προκύπτει ότι πρόκειται πιθανότατα για νεκροταφείο Υστεροκλασικών και Ελληνιστικών Χρόνων, στο οποίο πρέπει στο μέλλον να πραγματοποιηθεί συστηματική ανασκαφική έρευνα. [(Χ. Κουκούλη — Χρυσανθάκη, Παγγαίο, & Τα Πρακτικά του πρώτου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας, Δήμος Παγγαίου, 2017)- (οι έντονη γραφή και οι υπογραμμίσεις δικές μου)].

Στο τρίτο τέταρτο του 7ου π.Χ. αιώνα, ο χώρος της Νέας Περάμου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Παρίων αποίκων της Θάσου, συνεπεία του οποίου στάθηκε η ίδρυση της πόλεως Οισύμης, στο βραχώδη και οχυρό λόφο δυτικά του στενού ισθμού που συνδέει την χερσόνησο του Βρασίδα [1] με τη στεριά. Η Ακρόπολη της Οισύμης περιβαλλόταν από τείχη, κατασκευασμένα από τοπικό γρανίτη και στην κορυφή της υψωνόταν ναός αφιερωμένος πιθανόν στην λατρεία της θεάς Αθηνάς. Η ύπαρξη του ιερού αυτού χρονολογείται ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια (8ος – 6ος αιών.). Ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε στις αρχές του 5ου π.Χ. αι. και στην θέση του χτίστηκε νεότερος, που διατηρήθηκε έως τον 2ο αι.π.Χ. Τα λείψανα του ναού και των τειχών της πόλης, διακρίνονται έως σήμερα.

Η οικονομία της Οισύμης στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή. Η αμπελοκαλλιέργεια φαίνεται ότι καταλάμβανε ιδιαίτερη θέση στο χώρο της Νέας Περάμου ήδη από την αρχαιότητα, καθώς η γύρω από την Οισύμη περιοχή, η οποία ονομαζόταν “Βιβλία”, φημίζονταν για τα κρασιά της, τον περίφημο “βίβλινον οίνον” [2]. Στο Παγγαίο όρος (Βίβλινα όρη), ανάμεσα στο σημερινό αμπελώνα Δράμας και Καβάλας, παραγόταν ο ονομαστός “Βίβλινος οίνος”, από κλήματα της “βιβλίας αμπέλου”. Η Οισύμη διατηρούσε επίσης σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις των Κυκλάδων και του Ανατολικού Αιγαίου. Έως τον 4ο π.Χ. αι. η Οισύμη εξαρτιόνταν από την Θάσο ως αποικία της και αποτελούσε μέρος της Θασίων ηπείρου, όπως ονομαζόταν οι ηπειρωτικές κτήσεις της γειτονικής νήσου. Κατά την διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα και λίγα χρόνια πριν από την μακεδονική κατάκτηση, η Οισύμη γνώρισε μία σύντομη περίοδο αυτονομίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από την κοπή χάλκινων νομισμάτων, που απεικόνιζαν την πολιούχο θεά Αθηνά, και έφεραν την επιγραφή “Οισυμαίων”, δηλαδή το όνομα των πολιτών της πόλεως. Στη συνέχεια η πόλη κατακτήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ και μετονομάστηκε σε Ημαθία. Η μετονομασία αυτή πιθανώς να οφείλεται σε εποικισμό της Οισύμης από Μακεδόνες.

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι πληροφορίες μας για την Οισύμη είναι ελάχιστες και δεν αποκλείεται η πόλις να προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων.

Στην περιοδική έκδοση του Υπουργείου Μακεδονίας και Θράκης – (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 4ο τεύχος, 1990, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.487), οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας κα Χάϊδω Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κα Αικατερίνη Παπανικολάου, αναφέρουν τα παρακάτω για την διεξαχθείσα ανασκαφική έρευνα στο χώρο της αρχαίας Οισύμης:

“Η ανασκαφική έρευνα στο ιερό της ακρόπολης της αρχαίας Οισύμης, που άρχισε στα 1987, συνεχίστηκε σε δύο ανασκαφικές περιόδους στα 1988 και 1989. Η έρευνα περιορίστηκε στα επιφανειακά στρώματα, γιατί είχε στόχο να διευκρινίσει πρώτα τις τελευταίες φάσεις της ζωής του ιερού και της κατοίκησής του λόφου πριν προχωρήσει στην έρευνα των βαθύτερων στρωμάτων. Ο ανασκαφικός τομέας που έχει έκταση 35 Χ 45 μέτρων, κάλυψε σχεδόν όλη την επίπεδη κορυφή του λόφου και επεκτάθηκε και στο χαμηλότερο φυσικό άνδηρο (σ.σ: ανάχωμα) βορείως του ναού.

Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκαν η συνολική κάτοψη του αρχαίου ναού, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην τελευταία φάση του ιερού, ένας βυζαντινός ναΐσκος και ορισμένα λείψανα άλλων κτισμάτων (Εικόνα 1). Στην επίπεδη κορυφή του λόφου, το φυσικό έδαφος βρίσκεται σε μικρό βάθος ως το βόρειο τοίχο του αρχαϊκού ναού, ο οποίος πρέπει να λειτουργούσε συγχρόνως και ως ανάλημμα (σ.σ: ανάλημμα = τοίχος που προστατεύει από κατολισθήσεις).

Εικόνα 1

Ο αρχαϊκός ναός ήταν ορθογώνιο κτίσμα με άξονα Ανατολή – Δύση και είσοδο στα δυτικά, όπου σχηματιζόταν ένα είδος στενού προδρόμου. Δεν είναι βέβαιο ακόμα αν υπήρχε στον αρχικό ναό ένας τρίτος χώρος πίσω από τον κεντρικό χώρο με την εστία, διότι, ενώ σώζεται η προς τα ανατολικά συνέχεια

του βορείου τοίχου, τον έχει καταστρέψει νεότερος ισοδομικός τοίχος στη νότια πλευρά του κτιρίου, ο τοίχος δεν προεκτείνεται ανατολικά (Εικόνα 2). Η έρευνα δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένη, αλλά φαίνεται ότι ο τρίτος αυτός χώρος του αρχαϊκού ναού καταργήθηκε με την κατασκευή του ισοδομικού τοίχου, που πλαισίωσε από τα βόρεια και τα ανατολικά το ναό επεκτείνοντας

Εικόνα 2

το άνδηρό του προς τα βόρεια. Η σχέση του ισοδομικού αυτού τοίχου με τον αρχαϊκό ναό δεν είναι ακόμα καλά εξακριβωμένη. Από τα γνωστά ως τώρα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνεται, ότι η κατασκευή του ακολουθεί ένα στρώμα καταστροφής του αρχαϊκού ναού που χρονολογείται στα τέλη του 6ου – αρχές του 5ου αιώνα. Ήδη στην ανασκαφή του 1987 είχε διαπιστωθεί ότι ο τοίχος, ο κάθετος στον ισοδομικό, πατά πάνω σ΄αυτό το στρώμα καταστροφής του τέλους του 6ου – αρχών του 5ου αι. π.Χ. και στην ανασκαφή του 1989 βεβαιώθηκε ένα αντίστοιχο στρώμα καταστροφής στο δυτικό πρόδομο του αρχαϊκού ναού. Με την κατασκευή του ισχυρού ισοδομικού αναλήμματος επισκευές και αλλαγές στον αρχαϊκό ναό, μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ασφάλεια.

Στο εσωτερικό του κεντρικού χώρου του ναού αποκαλύφτηκε μια τετράγωνη περίπου εστία, στην οποία διακρίνονται δύο φάσεις: στην αρχαιότερη φάση ανήκει ένας τοίχος με κατεύθυνση Βοράς – Νότος. Στη νεότερη φάση ανήκει μικρότερη τετραγωνική εσχάρα (Εικόνα 3), στις γωνίες της οποίας υπήρχαν ξύλινοι κίονες οι οποίοι πρέπει να υποβάσταζαν οπαίο (σ.σ: άνοιγμα) στην στέγη. Σώθηκαν τρείς μαρμάρινες κυλινδρικές βάσεις στην θέση τους. Από το λιθόστρωτο δάπεδο του εσωτερικού χώρου σώζεται ένα τμήμα στην νοτιοανατολική γωνία, καθώς και μία περιοχή στα βόρεια της εσχάρας, όπου διαμορφώνονται δύο κυκλικά ορύγματα.

Μολονότι η ανασκαφή της αρχαιότερης φάσης του ναού δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, η παρουσία του βωμού-εσχάρας στο εσωτερικό του ναού και η διάταξη των χώρων θα μπορούσε να θυμίζει σε γενικές γραμμές το βόρειο κτήριο του ιερού της Αλυκής (Etudes Thasiennes IX, Aliki I, 10-40, (Εικόνα 4). Παρόλο που ο αρχαϊκός ναός φαίνεται στραμμένος προς τα δυτικά, η σημερινή μορφή του εδάφους (η οποία ωστόσο δεν αποκλείεται να είναι και αποτέλεσμα μεταγενέστερων αλλοιώσεων), δυσκολεύει την πρόσβαση στο ναό από τα δυτικά.

Εικόνα 3

Λειτουργικός χώρος του ναού διαμορφώνεται μόνο έξω από τη νότια πλευρά του, όπου σώζεται και το ιδιόρρυθμο λιθόστρωτο δάπεδο (Εικόνα 4). Αποσπασματικά κτηριακά λείψανα εντοπίσθηκαν και στα νοτιοανατολικά του αρχαίου ναού. Σ’ ένα από αυτά βρέθηκε τμήμα δαπέδου με ίχνη έντονης καύσης. Πάνω στα κτίσματα της περιοχής αυτής έχουν πέσει θεόρατοι βράχοι (Εικόνα 5). Πότε έπεσε το συγκρότημα των βράχων προς την πλευρά του ιερού, δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί με ασφάλεια. Η ανεύρεση δύο σπασμένων θασιακών αμφορέων, οι οποίοι φαίνεται ότι βρίσκονταν in situ στο εσωτερικό του κτίσματος που καταπλακώθηκε από τους βράχους, θα μπορούσε με βάση την ενσφράγιστη λαβή του ενός αμφορέα με το όνομα ΠΑΜΦΑΗΣ (Εικόνα 6) [Πρβλ. A. Bonn, Etudes Thasiennes IV (1957) 335, αρ. 1331, M.Debidour, Thasika, BCH Suppl. V (1979) 11], να χρονολογήσει το πέσιμο των βράχων το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Δεν πρέπει ωστόσο να αποκλειστεί τελείως και το ενδεχόμενο να σχετίζονται το πέσιμο των βράχων και η γενικότερη αλλοίωση του εδάφους στην κορυφή του λόφου με την ανατίναξη των βουλγαρικών πολυβολείων στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εικόνα 4
Εικόνα 5

Η σχέση των βράχων με τον ανατολικό τοίχο του ιερού βεβαιώνει ότι ο βράχος έγειρε προς τον ναό και έπεσε εκ των υστέρων πάνω σε ήδη κατεστραμμένο τοίχο.

Εικόνα 6 – Ενσφράγιστη λαβή θασιακού αμφορέα

Εικόνα 7 – Κεραμική ελληνιστικών χρόνων

Κεραμική (Εικόνα 7) και νομίσματα από το εσωτερικό του ναού αλλά και από τον γύρω από τον ναό χώρο, βεβαιώνουν τη συνέχεια της ζωής του ιερού σ’ όλο τον 4ο αι. π.Χ. Πρέπει να σημειώσουμε την παρουσία νομισμάτων Θάσου (Guide de Thasos, πιν. ΙΙ, αρ. 18), και Μακεδόνων βασιλέων (Πρβλ, χαλκά Φιλίππου Β’ SNG Cop. αρ. 581-616, χαλκά μεταθανάτια Μ. Αλεξάνδρου SNG Cop. αρ. 1026-1028), και να επισημάνουμε την απουσία νομισμάτων Οισύμης. Η αυτόνομη οπωσδήποτε νομισματοκοπία της Οισύμης επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από ένα δεύτερο χάλκινο νόμισμα Οισύμης (Πρβλ. σε πρόσφατη ανακοίνωση O.Picard στο Β’ Διεθνές Συμπόσιο Θρακικών Σπουδών “Αρχαία Θράκη” (1992), χάλκινο νόμισμα ιδιωτικής συλλογής: Α’ όψη: κεφαλή κρανοφόρου Αθηνάς, Β’ όψη: Ηρακλής τοξότης, επιγραφή ΟΙΣΥΜΑΙΩΝ), που ήλθε να προστεθεί στο νόμισμα που ο Heuzey είχε ταυτίσει ως νόμισμα ΟΙΣΥΜΑΙΩΝ (L. Heuzey – Daumet, Mission archeologique de Macedoine). Η παρουσία της κρανοφόρου Αθηνάς στο νόμισμα ενισχύει την αναγνώριση ιερού Αθηνάς Πολιούχου στην Ακρόπολη της θασιακής αποικίας, η οποία έχει ήδη προταθεί (Πρβλ. ΑΕΜΘ 1, 1987, 370-371).

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε και την απουσία ενσφράγιστων αμφορέων ΟΙΣΥΜΑΙΩΝ (Γ.Μπακαλάκης, ΠΑΕ 1983, 101, (Εικόνα 6): ΟΙΣΥΜΑΙΩΝ ΠΑΝΤΙΜ[ΟΥ]), αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι τα στρώματα που έχουμε ως τώρα ανασκάψει δεν περιλαμβάνονται μεγάλες επιχώσεις του 4ου αι. και ελληνιστικών χρόνων, χωρίς ωστόσο να σημειώνεται τέλεια απουσία τους.

Ο 2ος αι. π.Χ. φαίνεται ότι αποτελεί σταθμό στη ζωή του ιερού, όπως προκύπτει από την έντονη παρουσία ελληνιστικής κεραμικής στην επίχωση του ναού και των λιθόστρωτων δαπέδων έξω από το ναό. Η χρονολόγηση στο 2ο αι. π.Χ. της κεραμικής του στρώματος καταστροφής, στο οποίο σημειώνεται συχνή παρουσία οστράκων μεγαρικών σκύφων (σ.σ: αγγείων) ενισχύεται από την παρουσία σειράς νομισμάτων αυτόνομων κοπών Αμφίπολης και Θεσσαλονίκης (Αυτόνομες κοπές Θεσσαλονίκης, SNG, Cor. αρ. 356-358, 365-366, 368-369, αυτόνομες κοπές Αμφίπολης. Πρβλ. I. Touratsoglou, BAR Intern, S 326 (1987) για τη χρονολόγησή τους στα 187-166 π.Χ.) (Εικόνα 8), καθώς και των τελευταίων βασιλέων της Μακεδονίας (Φιλίππου Ε’ Περσέως) [Αντιγόνου Γονατά SNG, Cor. αρ. 1271-1274] (Εικόνα 9).

Εικόνα 8 – Χάλκινα νομίσματα Θεσσαλονίκης (187-168 π.Χ.)

Εικόνα 9 – Χάλκινα νομίσματα Μακεδόνων Βασιλέων (Μεταθανάτιο Αλεξάνδρου Γ’, Αντιγόνου Γονατά, Φιλίππου Ε’, Περσέα)

Μετά το 2ο αι. π.Χ., η ζωή οπωσδήποτε δεν εξαφανίζεται από την κορυφή λόφου. Στο εσωτερικό του ναού, στη νοτιοανατολική γωνία, όπου εντοπίστηκαν και ελάχιστα λείψανα δαπέδου, αλλά και έξω από τον ναό, όπου εμφανίζονται ορισμένα κτιριακά λείψανα ανεξερεύνητα ακόμα, εντοπίστηκε στρώμα ρωμαϊκών χρόνων. Τα νομίσματα, το αρχαιότερο από τα οποία είναι αργυρό δηνάριο ρωμαϊκής δημοκρατίας (57 π.Χ.) [M. Crawford, RRC (1974) αρ. 423/1] (Εικόνα 10) και το νεότερο χάλκινο Γορδιανού (Εικόνα 11) [SNG, Cor. αρ. 136-142], χρονολογούν το αρχαιολογικό στρώμα από τον 1ο π.Χ. αι. ως τον 3ο αι. μ.Χ. Η κεραμική δίνει αντίστοιχη χρονολόγηση από τον 1ο π.Χ. στο 2ο αι. μ.Χ., καθώς και στον 3ο αι. μ.Χ. και ενδεχομένως ως τον 4ο αι. μ.Χ., μολονότι λείπουν νομίσματα εποχής Μ. Κωνσταντίνου.

Εικόνα 10 – Αργυρό δηνάριο ρωμαϊκής δημοκρατίας (57 π.Χ.) Εικόνα 11 – Χάλκινο νόμισμα Γορδιανού 238-244 μ.Χ.

Την τελευταία οπωσδήποτε κτιριακή φάση στην κορυφή του λόφου αντιπροσωπεύει ο μονόχωρος ναΐσκος που βρέθηκε στα νότια του αρχαίου ναού (Εικόνα 12). Η χρονολόγησή του είναι αρκετά προβληματική. Η οχυρωματική τάφρος (πιθανόν Α’ Π.Π.), που είχε διασχίσει το κτίσμα έχει καταστρέψει το μεγαλύτερο τμήμα του δαπέδου του κτιρίου.

Εικόνα 12 – Άποψη του μονόχωρου ναΐσκου

Στην περιοχή ωστόσο της αψίδας του ιερού, κάτω από το στρώμα των λίθων, όπου δεν πρέπει να είχε συμβεί διαταραχή, βρέθηκαν μεγάλα θραύσματα αγγείων πλασμένων σε αργό τροχό. Δίπλα σ’ ένα ανοικτό αγγείο υστερορωμαϊκής παράδοσης διακρίνονται θραύσματα ενός δεύτερου μεγάλου αγγείου, επίσης σε αργό τροχό πλασμένου, το οποίο θα μπορούσε να χρονολογηθεί στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (Εικόνα 13). Στο 10ο αι. μ.Χ. θα μπορούσε να μας οδηγήσει και η ανεύρεση έξω από το ναό ενός χάλκινου νομίσματος Λέοντος ΣΤ” Σοφού (886-912 μ.Χ.) (Εικόνα 14) [H. Goodacre, A Handbook of thw Coinage of Byzantine Empire, (1965), 193], αλλά το νόμισμα είναι διάτρητο, άρα είναι προφανώς σε μεταγενέστερη χρήση.

Εικόνα 13 – Θραύσματα αγγείων μεσοβυζαντινών(;) χρόνων
Εικόνα 14 – Χάλκινο νόμισμα Λέοντος Στ’ Σοφού

Η εμφάνιση ενός οστράκου από πηλό και ελαχίστων οστράκων εμφυαλωμένων που βρέθηκαν στο επιφανειακό στρώμα, μακριά ωστόσο από το ναό, σε συνδυασμό με την εμφάνιση στο βόρειο τοίχο του ναού τοιχοδομίας, στην οποία χρησιμοποιούνται θραύσματα κεραμίδων στον τύπο του πλινθοπερίβλητου συστήματος, θα μπορούσε να ανεβάσει τη χρονολόγηση της ζωής του ναϊσκου ως τον 11ο και το 12ο αι. μ.Χ., ήδη περίοδο ακμής για τη βυζαντινή Ανακτορούπολη της παραλίας [Ι. Κακούρη, Ανακτορούπολη, Ιστορικές πληροφορίες και αρχαιολογικά δεδομένα, 249-262]

Με τον ναϊσκο οπωσδήποτε σχετίζονται οι πέντε κυβωτιόσχημοι τάφοι που βρέθηκαν βορείως από αυτόν και πάνω στον αρχαίο ναό (Εικόνα 1). Οι νεκροί είναι ακτέριστοι [χωρίς κτερίσματα], αλλά ο προσανατολισμός τους και τα σταυρωμένα στο στήθος χέρια βεβαιώνουν τη χρονολόγησή τους στους χριστιανικούς χρόνους.

Εικόνα 15 – Κτίσματα βορείου ανδήρου από νότο

Η ανασκαφική έρευνα επεκτάθηκε επιφανειακά σε όλη σχεδόν έκταση του φυσικού ανδήρου που σχηματίζεται χαμηλότερα από το άνδηρο του ιερού. Στην ανατολική πλευρά του ανδήρου εντοπίστηκε και άρχισε να αποκαλύπτεται ο αναλημματικός τοίχος [ως αναλημματικός τοίχος ή απλά ανάλημμα στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολογία ορίζεται τοίχος που κατασκευάζεται συνήθως σε έδαφος υπό κλίση, που παρακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους]. Στην επιφάνεια του ανδήρου επισημάνθηκαν δύο κτηριακές φάσεις: στη νεώτερη φάση ανήκει κτίσμα με δύο χώρους (Εικόνα 15). Η έρευνά του δεν ολοκληρώθηκε αλλά τα ελάχιστα δείγματα κεραμικής που έχουν βρεθεί διάσπαρτα στη διαταραγμένη μικρή επίχωσή του, χρονολογούνται από τους υστερορωμαϊκούς ως τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Η χρήση αρχαίων κεραμιδιών στην αργολιθοδομή [γυαλιστερή, λευκή προς το ασημί] των τοίχων το συνδέει περισσότερο με το ναϊδριο της κορυφής, το οποίο εμφανίζει αντίστοιχη τοιχοδομία. Αν αυτή η συσχέτιση βεβαιωθεί με την πρόοδο της ανασκαφής, η παρουσία αυτού του κτιρίου σε συνδυασμό με το ναϊδριο και τους τάφους της κορυφής εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μεταγενέστερες φάσεις κατοίκησης του λόφου της αρχαίας Οισήμης μετά το τέλος της αρχαίας πόλης και την ίδρυση της βυζαντινής Ανακτορούπολης [Ι. Κακούρη, Μακεδονικά 16, 1976, 215-234]. Κάτω από αυτήν, την αδιευκρίνιστη ακόμα χρονολογικά κτηριακή φάση των υστερορωμαϊκών και μεσοβυζαντινών χρόνων, άρχισαν να αποκαλύπτονται τοίχοι αρχαιότερων κτισμάτων. Τα μέχρι στιγμής ευρήματα από την περιοχή αυτή δεν είναι αρχαιότερα από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, αλλά η έρευνα θα συνεχιστεί στην περιοχή αυτή για να διευκρινίσει και την σχέση των κτισμάτων του βόρειου ανδήρου με τη λαξευτή δεξαμενή του βόρειου αναλήμματος.

Εικόνα 16 – Αρχαιότερη κτιριακή φάση στο χώρο του αναλήμματος και του ναού

Η ανασκαφική έρευνα συμπεριέλαβε και περιορισμένη σε έκταση έρευνα στα αρχαιότερα αρχαιολογικά στρώματα του ναού. Στο μεταξύ του αναλήμματος και του βόρειου τοίχου του ναού χώρο προχώρησε η έρευνα του αρχαιολογικού στρώματος κάτω από το δάπεδο του αναλήμματος. Άρχισαν να εμφανίζονται τμήματα τοίχων (Εικόνα 16), τα οποία πρέπει να είναι σύγχρονα με την αρχαιότερη φάση του ιερού, την οποία είχε εντοπίσει και η ανασκαφή του 1987 [Ό.π., σημ, 1]. Τα ευρήματα χρονολογούνται από τα τέλη του 7ου ως τα τέλη του 6ου – αρχές του 5ου αι. π.Χ.

Εικόνα 17 – Χιακά αγγεία

Τα αρχαιότερα παραδείγματα κεραμικής από το στρώμα αυτό μπορούν να χρονολογηθούν ως τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., προέρχονται από τις Κυκλάδες και το ανατολικό Αιγαίο [Ό.π., σημ, 1] με χαρακτηριστική την παρουσία και των χιακών αγγείων [J. Boarbman, Greek Emporio (1967) πιν, 45 αιθ. 511-513] (Εικόνα 17), καθώς και των σύγχρονών τους “ιωνικών” ή τοπικών αμφορέων με την ταινιωτή διακόσμηση [P. Bernard, BCH 88 (1964) 222, εικ. 34].

Εικόνα 18 – θραύσματα από wild goat style πινάκια ανατολικού Αιγαίου(;)

Απαντούν επίσης θραύσματα από wild goat style πινάκια ανατολικού Αιγαίου(;) (Εικόνα 18), αλλά και τοπικές μιμήσεις πιθανότατα θασιακών εργαστηρίων, που χαρακτηρίστηκαν ως ψευδοχιακά [F. Salviat, La ceramique de style chiote a Thasos. Les Ceramiques de la Grece de l’Est et leur Diffusion en Occident !1978) 87-92] και τα οποία κατεβαίνουν και στον πρώιμο 6ο αι. π.Χ. (Εικόνα 19).

Εικόνα 19

Σε πολύ μεγάλα ποσοστά εμφανίζεται η αττική μελανόμορφη κεραμική του δευτέρου μισού κυρίως του 6ου αι. π.Χ. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τα αγγεία είναι κύλικες-σκύφοι, ορισμένες από τις οποίες θα μπορούσαν να

Εικόνα 20

κατεβούν και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. (Εικόνα 20). Δεν λείπουν βέβαια κορινθιακά αγγεία, καθώς και οι γνωστές κατηγορίες των τοπικών ιωνικών αγγείων, στα οποία ξεχωρίζουν κύλικες με γραμμική διακόσμηση και σκύφοι με υπογεωμετρική διακόσμηση (Εικόνα 21). Αγγεία της τελευταίας κατηγορίας, όπως έδειξαν πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα, παράγονταν και στην Θάσο στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. [Κ.Περιστέρη – F.Blonde – J.Y.Perraylt – M.Btunet, AAA 18, 1985, 29 κ.ε. Μ.Τιβέριος, ΑΕΘΜ 2, 1988, 685-689].

Εικόνα 21 – Όστρακα με υπογεωμετρική διακόσμηση
Εικόνα 22

Ευρήματα 6ου αιώνα εμφανίστηκαν επίσης διάσπαρτα και στα διαταραγμένα νεώτερα στρώματα του ιερού. Ανάμεσα σ’αυτά ξεχωρίζουν ειδώλια, θραύσματα μαρμάρινων αγαλματίων (Εικόνα 22), καθώς και θραύσματα αγάλματος, που σώζουν χέρι και ρούχο πιθανόν από τι ίδιο πήλινο άγαλμα θεάς, θραύσματα του οποίου είχε δώσει η ανασκαφή του 1987 [ΑΕΜΘ 1, 1987, 370. Πρβλ. πήλινα αγάλματα Αρτεμισίου Θάσου, BCH 85, 1961, 927] (Εικόνα 23).

Εικόνα 23 – Θραύσματα χεριού και ενδύματος από πήλινο άγαλμα γυναικείας μορφής
Εικόνα 24 – Δάπεδο προαποικιακού στρώματος μεταξύ του ανατολικού τοίχου, ναού και αναλήμματος

Συνεχίστηκε επίσης σε μικρή έκταση η έρευνα του προαποικιακού στρώματος, το οποίο είχε εντοπίσει η ανασκαφή του 1987 στην νοτιοανατολική γωνία του ναού [ΑΕΜΘ 1, 19877, 374-375] (Εικόνα 24). Το στρώμα των καμένων πηλών που έχει διαταραχθεί από τους δύο τάφους διαπιστώθηκε ότι επεκτείνεται και δυτικότερα, κάτω από το δάπεδο του ναού. Θραύσματα πηλών από επαλείψεις στέγης, χειροποίητη κεραμική με πλαστική και αυλακωτή διακόσμηση χρονολογούν το στρώμα αυτό στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Εικόνα 25).

Εικόνα 25 – Όστρακα χειροποίητων αγγείων από το προαποικιακό στρώμα

Χαρακτηριστικό σχήμα αγγείου είναι το γνωστό από τον οικισμό “Καστρί” της Θάσου, αλλά και γενικότερα από την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη σχήμα ευρύστομου αγγείου με το ελαφρά λοξότμητο χείλος και την χαρακτηριστική γωνιόστομη λαβή, το οποίο διακοσμείται με γραμμική αυλακωτή διακόσμηση [Χ.Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Πρωτοϊστορική Θάσος (1992) 535-538, πιν. 140]

Η εμφάνιση αυτής της συνέχειας της ζωής από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ως τους Βυζαντινούς χρόνους στην ακρόπολη της αρχαίας Οισύμης, υπογραμμίζει την σημασία αυτού του χώρου για την αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας, αλλά και την ανάγκη να προχωρήσει το ευρύ πρόγραμμα συνεργασίας που έχουν προγραμματίσει οι Εφορείες Κλασσικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας για την έρευνα της αρχαίας Οισύμης και την βυζαντινής Ανακτορούπολης. Ένα άλλο σημαντικό πεδίο έρευνας παρέχουν οι νεκροπόλεις της αρχαίας και βυζαντινής πόλης. Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα 1990 στο νεκροταφείο των αμμολόφων της αρχαίας Οισύμης έφερε νέα στοιχεία για τη ζωή της αρχαίας πόλης.

Εξάλλου, από το “Αρχαιολογικόν Δελτίον” του Υπουργείου Πολιτισμού [Τόμος 42, (1987), Μέρος Β΄ 2 – Χρονικά, σελ. 444], αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες από την αρχαιολόγο κα Χάϊδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη:

“Στην ακρόπολη της αρχαίας Οισύμης [η πρώτη ανασκαφική έρευνα στην ακρόπολη της αρχαίας Οισύμης πραγματοποιήθηκε το 1938 από τον Γεώργιο Μπακαλάκη, τότε Επιμελητή Αρχαιοτήτων της περιοχής. ΠΑΕ 1938, σ. 100. Ακολούθησαν οι ανασκαφές στο αρχαϊκό νεκροταφείο το 1964: ΑΔ 20 (1965): Χρονικά: Σ. 447-451 και 1968, αδ. 24 (1969): Χρονικά, σ. 349-351], πραγματοποιήθηκε το 1987 με χρηματοδότηση του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης ανασκαφική έρευνα στην οποία εντοπίστηκε ιερό γυναικείας θεότητας πιθανόν της Αθηνάς Πολιούχου (Πίν. 256 β). Τα αρχαιότερα ευρήματα στο ιερό ανάγονται στα τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ. (Πίν. 257 α) ενώ η ζωή στο ιερό φαίνεται ότι συνεχίζεται ως τα ύστερα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εντόπιση προαποικιακού στρώματος κάτω από την αρχαϊκή φάση του ιερού (Πίν. 257 β). Για την έκθεση της ανασκαφής πρβλ. Ε.Γιούρη -Χ.Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Ανασκαφή στην αρχαία Οισύμη. Το αρχαιολογικό έργο στην Βόρεια Ελλάδα (1988) σ.363-388″.

Επίσης: “Στις 7 Ιανουαρίου 1987 ερευνήθηκαν δύο τάφοι, οι οποίοι είχαν αποκαλυφθεί τις προηγούμενες ημέρες στο ανατολικό άκρο των αμμόλοφων δίπλα στην αγροτική περιοχή της Νέας Περάμου Καβάλας, δίπλα στα αγροτεμάχια με αριθμό 1502 και 1506. Ήταν δύο κυβοτιόσχημοι τάφοι από σχιστολιθικές πλάκες που ήταν στηριγμένες κάθετα μέσα στην άμμο. Και οι δύο ήταν άδειοι”.

Οι έγκριτοι αρχαιολόγοι κυρία Χάϊδω Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κυρία Αικατερίνη Παπανικολάου, μάς παρέδωσαν αρχαιολογικές πληροφορίες υψίστης αξίας για τη ζωή -διαχρονικά- της αρχαίας Οισύμης από τον 7ο π.Χ. αι. έως την εγκατάλειψη της κατοικήσεως της πόλης στην Βυζαντινή περίοδο. Οι αρχαιολόγοι αναφέρουν, ότι κατά την διάρκεια της ανασκαφής έγινε έρευνα του προαποικιακού στρώματας, σε μικρή έκταση, το οποίο είχε εντοπίσει η ανασκαφή του 1987 στην νοτιοανατολική γωνία του ναού. Το στρώμα των καμένων πηλών που έχει διαταραχθεί από τους δύο τάφους διαπιστώθηκε ότι επεκτείνεται και δυτικότερα, κάτω από το δάπεδο του ναού. Θραύσματα πηλών από επαλείψεις στέγης, χειροποίητη κεραμική με πλαστική και αυλακωτή διακόσμηση χρονολογούν το στρώμα αυτό στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Η εποχή του σιδήρου στην Ελλάδα αρχίζει τον 11ο και φτάνει μέχρι τον 8ο π.Χ. αιώνα. Σαφώς, οι έγκριτοι αρχαιολόγοι, μας επιτρέπουν να δεχθούμε την κατοίκηση του λόφου της Οισίμης στα πρώιμα αυτά έτη.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω αρχαιολογικών τεκμηριωμένων στοιχείων, κρίνεται επιστημονικά αναγκαίο η συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή, η οποία, είναι πολύ πιθανόν, να αναδείξει στοιχεία για την πρώιμη αυτή περίοδο της ζωής στην πόλη, τουλάχιστον δε, μέχρι την εποχή του Τρωικού Πολέμου [τελευταίο τέταρτο του 12 αι. π.Χ., 1185 π.Χ.(;)].

Θεωρούμε ομοίως αναγκαίο να αποδειχθεί η ταύτηση της αρχαίας Αισύμης, πατρίδας της Καστιάνειρας, μιας από τις συζύγους του Πριάμου σύμφωνα με το Ομηρικό Έπος, με την αρχαία Οισύμη.

Αν συμβεί αυτό, θα προσδώσει μία νέα μεγάλου μεγέθους επιτυχία στην επιστημονική – ιστορική τεκμηρίωση των Ομηρικών επών, όπως έπραξε ο Ε.Σλήμαν στην Τροία. Όλοι αντιλαμβανόμαστε το τεράστιο εγχώριο και παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον το οποίο θα προκύψει για την ευρύτερη περιοχή της Νέας Περάμου και ευρύτερα της Μακεδονίας. Τούτο, ως είναι προφανές, θα συμβάλλει στην ανάδειξη της Οισύμης σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο. Αυτό -ασφαλώς- μπορεί να επιτευχθεί με τη στενή συνεργασία του Υπουργείου Εσωτερικών (Τομέας Μακεδονίας Θράκης), της του Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας και του δήμου Παγγαίου, αναδεικνύοντας την Οισύμη σε ένα σύγχρονο πολιτιστικό και τουριστικό προορισμό του δήμου Παγγαίου και της Μακεδονίας μας γενικότερα.

Αυτός είναι και ο κύριος σκοπός της παρούσης εργασίας, με την φλογερά ελπίδα να πραγματοποιηθεί. Ελπίζω, ότι όλοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη να συνεχιστούν οι ανασκαφικές εργασίες στην Οισύμη, αλλά χωρίς κρατική χρηματοδότηση δεν μπορεί να επιτευχθεί.

Το είπε και ο μεγάλος ρήτορας της Αθήνας….. “δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων….”

Ελπίζω να ομιλώ εις ώττα ακουόντων !

Γένοιτο!

***

(*) Ο Υπτγος (ε.α) Ιωάννης Κόντης είναι:
Πτυχιούχος Τμήματος Οικονομικών Σπουδών ΑΠΘ,
Πτυχιούχος Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας ΔΠΘ,
Πτυχιούχος Ανωτάτης Σχολής Πολέμου,
Πτυχιούχος Ανωτάτης Στρατιωτικής Ακαδημίας του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

***

Οι φωτογραφίες των ανασκαφικών εργασιών, αποτελούν δημοσιεύσεις του έργου των αρχαιολόγων κυρίας Χάϊδως Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κυρίας Αικατερίνης Παπανικολάου.

[1] Βρασίδας: (Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)Το 431 π.Χ. αναφέρεται ότι ηγήθηκε στρατεύματος που έλυσε την πολιορκία της Μεθώνης από τους Αθηναίους, ενώ το επόμενο έτος έγινε επώνυμος έφορος της Σπάρτης. Το 428 π.Χ. εξεστράτευσε στην Μακεδονία με σκοπό να ενισχύσει τις εκεί σπαρτιατικές θέσεις και να βοηθήσει τον σύμμαχο, βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β’. Κατέλαβε μια σειρά από παραλιακές πόλεις: Άκανθος, Στάγειρα, Αμφίπολη και Τορώνη. Τελικά, το 423 π.Χ. υπεγράφη ανακωχή με την Αθήνα.

Το 421 π.χ ο Βρασίδας, από υποχρέωση προς τον Περδίκκα, ο οποίος παρείχε τροφή στο ήμισυ του Πελοποννησιακού στρατού, εξεστράτευσε μαζί του εναντίον του Αρραβαίου βασιλιά των Λυγκηστών.

Οι αντίπαλοι συναντήθηκαν στο έδαφος της Λύγκου (Βορειοδυτική Μακεδονία) και μετά από σποραδικές συγκρούσεις παρέμεναν αδρανείς. Ο Περδίκκας περίμενε ενισχύσεις από μισθοφόρους Ιλλυριούς που είχαν φήμη ικανών και άγριων πολεμιστών. Οι Ιλλυριοί όμως πρόδωσαν τον Περδίκκα και ενώθηκαν με το στρατό του Αρραβαίου. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Μακεδόνες πανικόβλητοι από την τροπή των γεγονότων, εγκατέλειψαν την περιοχή χωρίς να ειδοποιήσουν το Βρασίδα που, έχοντας στρατοπεδεύσει σε αρκετή απόσταση, δεν αντελήφθη την φυγή των συμμάχων του.

Το ξημέρωμα ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός βρέθηκε απομονωμένος μέσα στη χώρα του εχθρού. Ψύχραιμα, οργάνωσε στρατιωτικό ελιγμό απαγκίστρωσης από την καρδιά της εχθρικής περιοχής, δημιουργώντας ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία σχηματισμό αμυντικού τετραγώνου. Τοποθέτησε ευέλικτες μονάδες κρούσεως στην περιφέρεια του σχηματισμού που βγαίνοντας αιφνιδιαστικά θα εξουδετέρωναν τις επιθέσεις των «βαρβάρων». Πριν ξεκινήσουν την υποχώρηση, ενεθάρρυνε τους στρατιώτες του απομυθοποιώντας την πολεμική βιτρίνα των Ιλλυριών.

“Φαίνονται τρομεροί, τους είπε, γιατί επιτίθενται με άγριες κραυγές κραδαίνοντας τα όπλα τους. Αυτά όμως εντυπωσιάζουν μόνο την ακοή και την όραση. Η υποχώρηση με τάξη και πειθαρχία θα αποδείξει ότι τέτοια ασύνταχτα πλήθη περιορίζονται να δείχνουν με κομπασμούς από μακριά την ανδρεία τους και δεν ντρέπονται να τραπούν σε φυγή, αν πιεστούν”.

Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν. Οι επιτιθέμενοι καθηλώθηκαν. Οι Έλληνες επέστρεψαν με ασφάλεια σε φιλικό έδαφος.

Η τροπή αυτή των γεγονότων τερμάτισε την συμμαχία Μακεδονίας και Σπάρτης.

Τον Απρίλιο του 422 π.Χ. η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης τερματίστηκε και το επόμενο καλοκαίρι οι Αθηναίοι, με τον Κλέωνα ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Αμφίπολη. Ο Βρασίδας αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις τους να επιτεθούν, όμως τους αιφνιδίασε με ξαφνική έφοδο. Ενώ οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, από τους Σπαρτιάτες σκοτώθηκαν μόνο επτά, από τους οποίους ένας ήταν και ο ίδιος ο Βρασίδας. Ετάφη στην Αμφίπολη με τις πρέπουσες τιμές, ενώ στην Σπάρτη δημιουργήθηκε κενοτάφιο δίπλα στους τάφους του Παυσανία και του Λεωνίδα. Επίσης διοργανώνονταν ετήσιες εκδηλώσεις με ομιλίες και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του.

Το 1976 βρέθηκε ο τάφος του Βρασίδα στην αγορά της αρχαίας Αμφίπολης, εντός των τειχών. Ήταν φτιαγμένος από μάρμαρο μέσα στην γη και περιείχε την τέφρα του με άνα χρυσό δάφνινο στεφάνι. Σήμερα εκτίθεται στο υπόγειο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αμφιπόλεως.

[2] Βίβλινος οίνος. Η γύρω από την Οισύμη περιοχή ονομαζόταν “Βιβλία” και φημίζονταν για τα κρασιά της, τον περίφημο “βίβλινον οίνον”, που αναφέρεται και στις παρακάτω παραπομπές:

α) Poetae minores graeci: Hesiodi carmina. Από τον Lodewijk Caspar Valckenaer, Thomas Gaisford, Friedrich Wolfgang Reiz, σελίς 342, Σχόλια εις Έργα και Ημέρες Ησιόδου, “…απότωνπετρώνψύξεως. Και οίνον Βίβλινον όν αξιοί παρ αυτοίς γεωργείσθαι, φασί ποταμόν ούτον καλούμενον. Ότι δε ούτος ο οίνος ως ο Θάσιος ευδοκίμει, λέγει και Ευριπίδης.” –

β) HolsteniusadStefanumdeUrbibusv. βιβλίνηhunclocumitaemendat; οίνον βίβλινον, ον οι Νάξιοι παρ΄ αυτοίς γεωργήσθαι, φασί παρά ποταμόν κ.τ.λ. Sedlectioprountinhaced. distinctalegiturrectesehebet. HEMSTERHUS.

γ) ηυδοκίμει B. EuripidislocumsuspicaturHemsterhusiusabEtymologoMservarip.197, 32- Βίβλινος οίνος. οίον Ύδωρ δε πίνει, τον δε βίβλινον στυγεί.

δ) Επίσης, σελίς: 342,343,

“…Όταν δε καυσωδέστερον γένηται το της ημέρας κατάστημα, τότε εις τας σπηλαιώδεις και πετρώδεις υπεισέρχου σκιάς, και οίνον βίβλινον πίνε, από βιβλίας αμπέλου Θρακίας. Ή ελαφρόν και υδατώδη, κατ΄εμέ, από των Ασσυρίων των περί την Βίβλον και Λίβανον. Εκεί γαρ υδρωπόται…”

[3] Αρχαία Οισύμη και Ανακτορούπολη

Η ιστορία της φτάνει μέχρι στο 7. αιώνα π. Χ., όταν Θασίτες ίδρυσαν στην απέναντι όχθη της στερεάς την αποικία Οισύμη. Στην θέση του αρχαίου οικισμού αναφέρεται για πρώτη φορά κατά τον 9ο αιώνα μ. Χ. η επισκοπική έδρα Ανακτορούπολη, η οποία κατατάσσεται σήμερα στους σημαντικότερους αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους του Νομού Καβάλας. Κατά την βυζαντινή εποχή αποτέλεσε ο όρμος των Ελευθερών ένα από τα σημαντικά λιμάνια του βόρειου Αιγαίου. Η κάθοδος και τελικά ο ουσιαστικός αφανισμός της Ανακτορούπολης στα πλαίσια της επέκτασης της οθωμανικής αυτοκρατορίας έλαβε χώρα κατά το 14ο και 15ο αιώνα.

«Αισύμη ή Οισύμη. Πόλις της αρχαίας Ήδωνίδος, εκτεινομένης μεταξύ των ποταμών της Μακεδονίας Στρυμόνος και Νέστου. Έκειτο εις τάς έκβολάς του Στρυμόνος και, ήτο αποικία των Θασίων. Ύπό του Όμηρου (Ίλ. Θ. 305) αναφέρεται με τό πρώτον της όνομα ( [Οίσύμη) ώς πατρίς τής ωραίας Καστιανείρας, έκ του γάμου της οποίας μετά του Πριάμου είχε γεννηθεί ό Γαργυθίων, τόν όποιον έφόνευσεν ό δεινός τοξότης Τεύκρος, ο αδελφός του Αίαντος. Κατά τό εβδομον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (424 π. Χ.) ή πόλις αύτη, Οισύμη τότε καλουμένη, έκ των άξιολογωτάτων ούσα προσεχώρησε μετά της Γαληψού και Μυρκίνου, πόλεων πασών της Ήδωνίδος, προς τόν Βρασίδαν.» (Θουκ. Δ’ 107.)

***

1) Περιοδική έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού, Υπουργείου Μακεδονίας και Θράκης – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 4ο τεύχος, 1990, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.487 και επέκεινα). Ανακοινώσεις αρχαιολόγων Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας κας Χάϊδως Κουκούλη — Χρυσανθάκη και κας Αικατερίνης Παπανικολάου.

2) Ανασκαφή στην Αρχαία Οισύμη, σελ. 363 έως 387, Ανακοινώσεις αρχαιολόγων Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας κας Ε. Γιούρη και κας Χάϊδως Κουκούλη — Χρυσανθάκη.

3) Υπουργείο Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Δελτίο, Τόμος 42 (1987), Μέρος Β’ 2, Χρονικά, σελ. 444.

4) Παγγαίο, Τα Πρακτικά του πρώτου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας, Δήμος Παγγαίου, 2017, Αρχαία Οισύμη και προοπτικές ανάδειξης, Αρχαιολόγος κα Χάϊδω Κουκούλη — Χρυσανθάκη, σελ. 248 έως 275.

***

Ίσως σας ενδιαφέρουν…

Αφήστε μια απάντηση