Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στην Αθήνα.
(της Φωτεινής Βελέντζα – Κουϊμιτζή)

(photo: erevoktonos.blogspot.ca)
Εισαγωγή
Μνημείο ονομάζουμε έναν τόπο μνήμης που δημιουργείται από μία κοινότητα ανθρώπων, με σκοπό να τιμήσει νεκρούς (συνήθως προγόνους) στους οποίους αναγνωρίζει και αποδίδει χαρακτηριστικά και έργα, θεμελιώδη για την συλλογική μνήμη και την ταυτότητα αυτής της κοινότητας. Μέσω του μνημείου, διαφυλάσσονται και συμβολοποιούνται οι νεκροί από τη λήθη και σε αυτούς προβάλλονται συλλογικές ανάγκες του παρόντος και προοπτική του μέλλοντος.
Στην Ελλάδα, κορυφαίο μνημείο και σημείο αναφοράς για την εθνική συνείδηση αποτελεί το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στην Αθήνα. Το μνημείο αυτό, λόγω γειτνίασης με το Εθνικό Κοινοβούλιο και λόγω χωροθέτησης στην καρδιά της πρωτεύουσας, φέρει υψηλό φορτίο εθνικών συμβολισμών και ιδεολογίας.
Πότε και γιατί δημιουργήθηκε ο Άγνωστος Στρατιώτης; Κάτω από ποιές ιστορικές συνθήκες; Πώς επιλέχθηκε ο χώρος δημιουργίας του; Πώς αποφασίσθηκε η μορφή του και οι καλλιτέχνες δημιουργοί του; Τι αντίκτυπο είχε στη σύγχρονή του κοινή γνώμη; Τι συνέβη στα εγκαίνια-αποκαλυπτήρια του μνημείου; Ποιοί ήταν οι συμβολισμοί του; Ποιά είναι η λειτουργία του και η σημασία του μέχρι σήμερα που συμπληρώνει 93 χρόνια παρουσίας στη δημόσια ζωή της χώρας;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά συνοπτικά το ακόλουθο άρθρο.
Γενεαλογία του τόπου μνήμης
Ο πολύνεκρος Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόστισε στους λαούς που συμμετείχαν πάνω από 8,5 εκατομμύρια στρατιώτες. Τότε δημιουργήθηκαν χιλιάδες δημόσια στρατιωτικά νεκροταφεία, ηρώα και μνημεία, σε μια εκδημοκρατισμένη απόδοση τιμής και επαίνου στους αφανείς πεσόντες, χωρίς διάκριση επωνυμίας ή στρατιωτικής ιεραρχίας. Ήταν μια αναγνώριση ισότητας μεταξύ ηρώων-προτύπων θυσίας υπέρ του εκάστοτε εθνικού ιδανικού.
Η επίσημη πολιτική λατρεία του ανώνυμου πεσόντα στρατιώτη απέδιδε τιμή και ευγνωμοσύνη στους νεκρούς και ηθική ικανοποίηση και παρηγορία στους οικείους τους. Παράλληλα ενίσχυε την εμπέδωση της εθνικής υπόστασης και την στήριξη της πολιτικής εξουσίας σε κάθε μία χώρα. Αντίστοιχα μνημεία ανεγέρθηκαν από το 1919 στις χώρες, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία, ΗΠΑ και αργότερα στη Σοβιετική Ένωση.
Εντός του ελλαδικού χώρου, κενοτάφια, πολυάνδρια και τύμβοι ιδρύονταν για την ανάπαυση των ψυχών των νεκρών ήδη από την αρχαϊκή περίοδο. Στη νεότερη Ελλάδα, πρώτο δημόσιο μνημείο πεσόντων ανεγέρθηκε το 1843 υπέρ των Ιερολοχιτών του Δραγατσανίου του 1821. Ακολούθησε το πρώτο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη της Επανάστασης, στη Σύρο το 1887.
Η σκέψη δημιουργίας αντίστοιχου με τα ευρωπαϊκά μνημείο, ωριμάζει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1925, από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Ο πολιτικός συμβολισμός του μνημείου, η χωροθέτηση, η διαδικασία ανάθεσης κατασκευής του έργου, η καλλιτεχνική αισθητική, η εκτέλεση και το κόστος ξεσήκωσαν ποικίλες διαμάχες μέσω του έντυπου Τύπου της εποχής, μοναδικού τότε μέσου μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Ως προς τη χωροθέτηση, προτείνονταν διάφοροι χώροι. Τα κριτήρια που προβάλλονταν ήταν η «ιερότητα» του σκοπού, ο κατ’εξοχήν ταφικός χαρακτήρας του έργου η προοπτική διαπαιδαγώγησης των νεοτέρων και ακόμηη προβολή της μεγάλης ιδέας,και όλα αυτά παράλληλα με τις πολιτικές-κομματικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Οι προτάσεις περιελάμβαναν τον βράχο της Ακροπόλεως, το Πεδίο του Άρεως, τον περίβολο του κτιρίου του Πανεπιστημίου, τη Μητρόπολη των Αθηνών, ως και την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Την οριστική θέση πρότεινε το 1926 ο Θεόδωρος Πάγκαλος, για να συμφωνήσει μαζί του το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος: ήταν ο χώρος έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων. Το 1926 προκηρύχθηκε ο σχετικός καλλιτεχνικός διαγωνισμός και το έργο εγκρίθηκε το 1928.
Η αρχική αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν έντονη, καθώς η επέμβαση στο δημόσιο χώρο ήταν βίαιη και μεγάλης κλίμακας. Ως τότε, το κτίριο των ανακτόρων και η πλατεία Συντάγματος αποτελούσαν ενιαίο χώρο με ενδιάμεσο άλσος, το οποίο έπρεπε να καταργηθεί (βλ. εικόνες). Ο μεν Πάγκαλος επιθυμούσε να συνδέσει το μνημείο με το Υπουργείο Στρατιωτικών το οποίο είχε εγκαταστήσει στα πρώην ανάκτορα, ο δε Βενιζέλος, μετά την μετατροπή των ανακτόρων σε Βουλή, ήθελε να συνδέσει το μνημείο με τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Το 1931 κέρδισε τον διαγωνισμό η πρόταση του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη ο οποίος είχε συμφωνήσει τη φιλοτέχνηση ανάγλυφου από τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο (καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας). Όμως, μετά από διαφωνία Λαζαρίδη με Θωμόπουλο καθώς και πολιτικό παρασκήνιο, η φιλοτέχνηση γλυπτού ανατέθηκε με νέο σχέδιο, σε άλλον καθηγητή, τον Κώστα Δημητριάδη και τον μαθητή του, Φωκίωνα Ρωκ. Η καλλιτεχνική πρόταση τότε δίχασε το κοινό, ενώ προκλήθηκε οικονομικό σκάνδαλο περί τη χύτευση των μεταλλικών στοιχείων του μνημείου στη Γαλλία αντί στην Ελλάδα.
Ι. Περιγραφή του μνημείου
Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου σε κάτοψη σχήματος «Π», αποτελείται από πωρολίθινο ανάλημμα. Στο μέσον του προβάλλει ανάγλυφη παράσταση μορφής «οπλίτη εκτάδην κειμένου» μέσα σε παραλληλόγραμμο σαν σαρκοφάγο. Αναπαρίσταται η πλάγια όψη ανδρικού σώματος γυμνού, που μοιάζει με αρχαιοπρεπή ρωμαλέο μαχητή, σε ύπτια άβολη στάση πάνω σε έξαρση του εδάφους. Φορά κράνος και κρατά ασπίδα και μοιάζει ζωντανός, σε εγρήγορση για την επόμενη μάχη. Καλλιτεχνικά η απόδοσή του είναι εμπνευσμένη από τους «Αιγινήτες» των αετωμάτων του Ναού Αφαίας στην Αίγινα, του 500 π.Χ. (βλ. εικόνες).
Το ανάγλυφο πλαισιώνεται από δύο εγχάρακτες επιγραφές από τον Επιτάφιο του Περικλή, αναφορά στους αφανείς νεκρούς: «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΜΈΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ» και «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, 2.43.3). Αριστερά και δεξιά του γλυπτού, συμμετρικές κλίμακες οδηγούν στο ανώτερο επίπεδο του κοινοβουλίου διακοσμημένες με δεκαέξι ορειχάλκινες ασπίδες με πολεμικά σύμβολα και τριήρεις, και δύο ορειχάλκινους κρατήρες, που προσδίδουν ιεροτελεστικό, θεατρικό ύφος στο μνημείο. Στα τοιχία χαράχθηκαν τοπωνύμια πολύνεκρων μαχών του ελληνικού στρατού χρονολογικά, από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις επιχειρήσεις στη Μεσημβρινή Ρωσία, στη Μικρασιατική εκστρατεία και ακόμη στην Κορέα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταγενέστερα τοπωνύμια με αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο (Γράμμος, Βίτσι) απαλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την Κύπρο. Το 2015 προστέθηκαν οι θάλασσες όπου χάθηκαν Έλληνες σε πολεμικές αποστολές («Αιγαίο», «Ιόνιο», «Μεσόγειος», «Ατλαντικός»). Κενά πάνω στα τοιχία αναμένουν μελλοντική συμπλήρωση.
ΙΙ. Αποκαλυπτήρια, συμβολισμοί και πρόσληψη του μνημείου
Τα αποκαλυπτήρια και εγκαίνια έλαβαν χώρα κατά την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1932 με πανηγυρική επισημότητα και συμμετοχή πλήθους κόσμου. Οι εορταστικές τελετές γεμάτες συσπειρωτικά εθνικούς συμβολισμούς περιελάμβαναν, δοξολογία στη Μητρόπολη, άναμμα της καντήλας του κενοταφίου με φως από την Αγία Λαύρα, λιβανωτό στα χάλκινα θυμιατήρια, καταθέσεις στεφάνων από τον πρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και πρέσβεις ξένων κρατών, συμμετοχή παλαιών πολεμιστών με τα λάβαρά τους, παρέλαση μαθητών στρατιωτικών σχολών, προσκόπων και σχολείων, λαμπαδηφορία τριών χιλιάδων οπλιτών και πεντακοσίων ευζώνων, στρατιωτική φιλαρμονική, υπερπτήση τριανταοκτώ πολεμικών αεροσκαφών και εικοσιένας κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό, ενώ φωταγώγηση για πρώτη φορά αναδείκνυε τα μνημεία της Ακροπόλεως. Έκτοτε η «Φρουρά του Προέδρου της Δημοκρατίας» μετονομάσθηκε σε «Φρουρά του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου» (σήμερα «Προεδρική Φρουρά»).
Οι συμβολισμοί του έργου και της τελετής ήταν πλούσιοι και εθνικά συσπειρωτικοί:
Ο ανάγλυφος σαν Σπαρτιάτης πεσόντας, τα αποπάσματα του Επιτάφιου λόγου και η φωταγώγηση του ιερού βράχου κατά την τελετή, συμβόλιζαν την αρχαιοελληνική παράδοση. Η Ιερά Σύνοδος σύσσωμη ψάλλουσα το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» συμβόλιζε την ιστορική συμπόρευση της Εκκλησίας και τη βυζαντινή παράδοση. Την επανάσταση του 1821 ανακαλούσε αυτόματα η 25η Μαρτίου -επέτειος της εθνικής παλιγγενεσίας που επιλέχθηκε για τα εγκαίνια, το φως από την Αγία Λαύρα και οι εικοσιένας κανονιοβολισμοί. Τα στρατιωτικά αγήματα, η παρέλαση στρατιωτικών σωμάτων και τεσσάρων τανκς συμβόλιζαν το σύγχρονο ετοιμοπόλεμο πνεύμα. Οι ανάγλυφες τριήρεις στις χάλκινες ασπίδες συμβόλιζαν την αρχαιοελληνική ναυτική παράδοση και τα υπεριπτάμενα αεροσκάφη τη σύγχρονη προστασία των αιθέρων. Η κατάθεση στεφάνων ξένων πρεσβειών (Ρουμανίας, Πολωνίας, Τουρκίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Αιγύπτου, Αμερικής, Μικρασιατικής Νεολαίας κ.ά.) συμβόλιζε την έξωθεν αναγνώριση της εθνικής εδαφικής επικράτειας, μετά τον μόλις προ δεκαετίας διπλασιασμό της. Στους νεκρούς αυτών των πλέον πρόσφατων πολεμικών αναμετρήσεων παραπέμπουν τα χαραγμένα τοπωνύμια, ανάγοντάς τους στο ύψος των πολεμιστών της αρχαιότητας και του ’21. Οι λαμπαδηφορίες σε δρόμους της πρωτεύουσας συμβόλιζαν τη μεταλαμπάδευση των πιο πάνω μηνυμάτων στον ευρύ λαό. Τα ταχυδρομικά περιστέρια που αφέθηκαν να πετάξουν πάνω από το μνημείο συμβόλιζαν την ευχή για ειρήνη.
Όλες οι όψεις του παρελθόντος όπως αναπαραστάθηκαν στο νεοσύστατο τοπόσημο του Άγνωστου Στρατιώτη, προβλήθηκαν στο παρόν και στο μέλλον μέσα από τον «πανηγυρικό» λόγο του προέδρου της Βουλής Θεμιστοκλή Σοφούλη. Χαρακτήρισε το μνημείο «Βωμό της Ελευθερίας» συναθροίζοντας όλους τους πιο πάνω πεσόντες υπέρ πατρίδος και τεκμηριώνοντας έτσι τη συνέχεια της συλλογικής ταυτότητας. Προέτρεψε τους παρόντες σε νέους αγώνες για επιτυχία μελλοντικών ειρηνικών πλέον στόχων. Η Μικρασιατική καταστροφή και η υπαναχώρηση από τη Μεγάλη Ιδέα ωστόσο, υπαινίχθηκαν αμήχανα και ακροθιγώς. Αποδόθηκαν σε «βάσκανο δαίμονα που εφθόνησε την ευτυχία της Ελλάδος» σε ένα διαχρονικό εθνικό χαρακτηριστικό τάσης αποφυγής αυτοκριτικής και ανάληψης ευθύνης.
Ως προς την πρόσληψη του μνημείου, ο Τύπος της εποχής παρά τις αρχικές ενστάσεις εξέφρασε τελικά ικανοποίηση, για λόγους πρακτικούς (εξυπηρέτηση της εθιμοτυπίας ξένων αντιπροσωπειών), αισθητικούς (ίδρυση σεμνού μνημείου αντί των διασκεδαστηρίων της περιοχής) και συναισθηματικά εθνικούς (μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων). Η επιβλητική αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χώρου εξυπηρετούσε την τέλεση υπαίθριων μαζικών εκδηλώσεων και αναβάθμισε τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου.
Ταυτόχρονα όμως, σοβαρά πολιτικά και δημοσιονομικά προβλήματα σκίαζαν την επικαιρότητα. Στα αποκαλυπτήρια δεν παρέστησαν ο πρωθυπουργός Βενιζέλος (για λόγους υγείας) και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Τύπος (Καθημερινή, Ελληνική) πρόβαλλε την επικείμενη χρεωκοπία της χώρας, ενώ ημέρες αργότερα παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός. Το ΚΚΕ αρνείτο κάθε πατριωτικό χαρακτήρα των πρόσφατων και επερχόμενων πολέμων, απέρριπτε το μνημείο και ετοίμαζε αντιπολεμικό συλλαλητήριο. Η κυβέρνηση για την αποφυγή επεισοδίων έκανε χρήση του «ιδιώνυμου» και προφυλάκισε των εγκαινίων εβδομηνταπέντε μέλη του κομμουνιστικού κόμματος. Ωστόσο, την ημέρα των αποκαλυπητρίων πραγματοποιήθηκε πορεία διαμαρτυρίας στη Θεσσαλονίκη με τους διαδηλωτές να τραγουδούν την «Διεθνή», (τότε εθνικό ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης).
Η γνήσια λαϊκή ανταπόκριση για το μνημείο εδραιώθηκε μετά το 1940 και ως σήμερα αναγνωρίζεται ως κατ’εξοχήν σκηνικό για λαϊκές εκδηλώσεις. Η συμμετοχή του κόσμου είναι ευρεία κατά τους επετειακούς εορτασμούς, τις παρελάσεις, την αλλαγή φρουράς, ως τους εκλογικούς πανηγυρισμούς και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ή ενθουσιασμού.
Συμπεράσματα
Τα εγκαίνια και η ακόλουθη χρήση του μνημείου το αναδεικνύουν σε συμβολικό τόπο όπου συγκλίνουν η μνήμη του παρελθόντος, η διαχρονική συλλογική ταυτότητα και η πολιτισμική συνέχεια στη δημιουργία παράδοσης. Έκτοτε, οι μνημονικές τελετές (ευζωνική φρουρά, καταθέσεις στεφάνων, παρελάσεις κλπ.) με την επαναληπτικότητά τους συμμετέχουν στη συγκρότηση της συνεκτικής δομής, τόσο οριζόντια μεταξύ των μελών της κοινότητας, όσο και κάθετα μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Συγγενείς των αφανών πεσόντων και το ευρύ ανώνυμο πλήθος έχει αγκαλιάσει διαχρονικά το μνημείο ως τόπο δικό του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και ως χώρο όπουσυντονίζεται για δήλωση κατάφασης της συλλογικής ταυτότητας και μάλιστα λόγω γειτνίασης με το Εθνικό Κοινοβούλιο.
Σήμερα, παρά την αλλοτριωτική τουριστική χρήση, την εισροή μεταναστευτικών πληθυσμών των τελευταίων δεκαετιών και το ευρύτερο παγκοσμιοποιημένο-τεχνολογικό πλαίσιο που μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε την εθνική συνείδηση, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου κτυπάει ακόμη η καρδιά για το λαό της χώρας με το όνομα Ελλάδα.
***

(photo: Boston Public Library, Public domain, via Wikimedia Commons)






(photo: Agence presse Mondial Photo-Presse, Public domain via Wikimedia Commons)

(Πηγή: https://mikros-romios.gr/wp-content/uploads/2013/03/31.jpg)

(Πηγή: https://www.kathimerini.gr/k/100yk/1016845/apokalyptiria-agnostoy-stratioti)


(Πηγή: https://tetartopress.gr/12-oktovriou-1944-i-athina-eleftheri-ekdilosis-gia-tin-epetio-sto-parko-eleftherias)

(photo: John Warwick Brooke, Public domain, via Wikimedia Commons)

Εικ. 13: Αληθινός πεσών Άγνωστος Στρατιώτης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η προβολή της εικόνας του είναι αδιάκριτη, έχει ωστόσο μόνο σκοπό, την έκφραση σεβασμού και την υπόμνηση της θυσίας του που είναι πραγματική. (Πηγή:http://archives.elia.org.gr:8080/LSelia/images_View/7%CE%A330.143.JPG)
***
Βιβλιογραφία – Δικτυογραφία
1. Οπτικό απόσπασμα από το ντοκυμαντέρ της ΕΡΤ «Πανόραμα του Αιώνα»
2. Αρίμης Α. 2018. «Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα», στον ιστότοπο: https://www.academia.edu/ (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 16/04/2024).
3. Κούλη Α. 2017. «Άγνωστος Στρατιώτης: Η Ελλάδα υποδέχεται το εθνικό της μνημείο» στο: Ελλάδα – 20ός αιώνας”, 1930-1940, τ. Β΄, Αθήνα: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12-17.
5. Μπορδόκας Κ. 2017. (Δεκέμβριος 19).Η άγνωστη ιστορία πίσω από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ανακτήθηκε στις 16/04/2024 από: https://eleftherostypos.gr/istories/156786-i-agnosti-istoria-piso-apo-to-mnimeio-tou-agnostou-stratioti.
6. Οικονόμου Σ. https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/28413
7. Παυλόπουλος Δ. 2020. Από τον Ιερό Λόχο στον Κωνσταντίνο Β’, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.
8. Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και η ιστορία του. από τον ιστότοπο ΕΥΠΛΟΙΑ.
9. Απώλειες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την Wikipedia.
***