Μεταξύ Ουρανού και Γης – Μάϊος 2010
Ένα οδοιπορικό φίλων προσκυνητών, προς την κορυφή του Άθωνα…(με πλούσιο φωτογραφικό υλικό που μπορείτε να δείτε πιέζοντας εδώ)
Μεταξύ Ουρανού και Γης
Γράφει ο Γιάννης Κόντης, Υποστράτηγος ε.α.
Σπάνιες φορές μπορεί κανείς να γευτεί συγχρόνως εμπειρίες μεστές θρησκευτικής, ορειβατικής, περιηγητικής, εικαστικής, συγκίνησης. Η περιπέτεια συνήθως προκύπτει, ακόμη και αν δεν την επιζητείς. Ακόμη πιο σπάνια επιτυγχάνεται αυτό, όταν το πρόγραμμα “υπακούει” στο πρόγραμμα τεσσάρων ανδρών που τους ένωνε το όμαιμον, ομόθρησκον, η φιλία και η αγάπη. Αυτοί είναι ισχυροί παράγοντες επιτυχίας οποιουδήποτε προγράμματος.
Είχαμε όλοι μας τις εμπειρίες από τη ζωή, μιας και οι τρείς από τους πέντε, διανύαμε την πέμπτη δεκαετία της ζωής μας και οι άλλοι δύο την τέταρτη. Ο Ελληνικός Στρατός, που όλοι μας είχαμε υπηρετήσει με σεβασμό, πίστη και αγάπη προς αυτόν, μας είχε εφοδιάσει και μπολιάσει με άλλου είδους βιωματικές πολύτιμες και αλησμόνητες εμπειρίες, που με τη σειρά τους συνέβαλλαν και αυτές στην επιτυχία της αποστολής μας.
Ο τόπος, ο γεωγραφικός και ιστορικός χώρος που μπορείς να τα ζήσεις όλα, να τα δεις όλα, και να τα εκτιμήσεις όλα, είναι το Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας, ο χώρος που βρίσκεται “μεταξύ Ουρανού και Γης”.
Η συμφωνία της αποστολής μας ήταν λιτή, τηλεφωνική, ολιγόλεπτη, σαν τηλεγράφημα. Δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες μεταξύ ανδρών που ξέρουν τι επιθυμούν, τι πράττουν και πως θα το πράξουν.
–“Πάμε για Σαββατοκύριακο στον Άθω. Συνάντηση στην Ουρανούπολη στις 06:00 της 29ης Μαΐου 2010. Επιστροφή στις 30 Μαΐου. Κατάκτηση του Άθωνα. Να ειδοποιήσεις τον Σάββα, εγώ θα ενημερώσω τον Λουκά. Γιάννη, κανόνισε σε παρακαλώ τα διαμονητήρια”.
Αυτά ήταν τα λόγια του αρχηγού, του Τάσου από την Προσοτσάνη Δράμας. Ο Τάσος, πρώην Καταδρομέας της 5ης Μοίρας Καταδρομών, μεστός εμπειριών στον Στρατό, άριστος ορειβάτης και αλπινιστής, με αναβάσεις άνω των 6000 μέτρων σε Ευρώπη και Νότιο Αμερική, αναρριχητής, δρομέας μεγάλων αποστάσεων, υπάλληλος του ΚΤΕΟ Δράμας, είχε όλα τα φυσικά και πνευματικά προσόντα να ηγηθεί της αποστολής, όπως άλλωστε έκανε όταν επιχειρήσαμε επιτυχώς ανάβαση στις Αυστριακές και στις Ιταλικές Άλπεις, στα βουνά της Βουλγαρίας και αλλαχού. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στη Θεσσαλονίκη, εγώ συμφωνούσα απόλυτα. Είχα και εγώ τις ορειβατικές μου και λοιπές, ανάλογες με τον αρχηγό, εμπειρίες, σε πολύ κατώτερο όμως βαθμό. Ενημέρωσα αμέσως τηλεφωνικά τον Σάββα από την Αριδαία Πέλλας, ικανότατο και καταρτισμένο ορειβάτη και αλπινιστή, με ανάλογες με τον αρχηγό εμπειρίες, με πολύ γυμνασμένο σώμα, καθηγητή Φυσικής Αγωγής και νυν επιχειρηματία, με προσωπική επιχείρηση στην Αριδαία. Ο Σάββας μου είπε λίγο αργότερα, ότι θα φέρει μαζί του και τον Θοδωρή από την Πτολεμαΐδα, επιχειρηματία, με προσωπική επιχείρηση, με καλά ορειβατικά προσόντα. Ενημερώθηκε ο αρχηγός. Ο έτερος φίλος μας, ο Λουκάς, ήταν από την Δράμα, πρώην μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού και νυν συνταξιούχος τεχνικός της ΔΕΗ, με σημαντικές εμπειρίες στο φράγμα Φυλακτού και ασφαλώς με ανάλογα ορειβατικά προσόντα. Με το Τάσο και τον Λουκά μας ένωνε, πέραν της ίδιας ηλικίας, η φιλία από τα νηπιακά μας χρόνια και η κοινή καταγωγή από την Προσοτσάνη. Μετά τον Σάββα, τηλεφώνησα τον φίλο μου Αναστάσιο, από την Προσοτσάνη, μεγαλύτερο σε ηλικία από εμάς, ο οποίος ως εθελοντής και φίλος των μοναχών, βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Σκήτη της Αγίας Άννας, προκειμένου να μας βοηθήσει στη διευθέτηση του θέματος των διαμονητήριων, δίδοντάς του τα σχετικά στοιχεία.
Στις τέσσερις τα χαράματα, έγινε η συνάντησή μου στο κόμβο του “ΤΙΤΑΝ”, έξω από τη Θεσσαλονίκη, με τους εξ Αριδαίας προερχομένους φίλους, για να πάμε με ένα αυτοκίνητο. Εγώ μόλις είχα επιστρέψει στο σπίτι στις 03:15 από μία άλλη καλή παρέα εκλεκτών φίλων, και αφού φόρεσα τα κατάλληλα ρούχα, πήρα το σακίδιό μου που ήταν έτοιμο, και με συνοδηγό την σύζυγό μου, βγήκαμε στην περιφερειακή οδό, για να πάμε έγκαιρα στον κόμβο του “ΤΙΤΑΝ”. Το άλλο αυτοκίνητο με Λουκά και Τάσο, είχε ξεκινήσει από την Προσοτσάνη, την ίδια περίπου ώρα.
Η συνάντηση όλων μας έγινε στην Ουρανούπολη περί τις 06:00, όπως άλλωστε είχε προγραμματισθεί, προκειμένου να προλάβουμε το πρώτο καραβάκι, την “Αγία Άννα”, που ξεκινούσε στις 06:30, και κατευθύνονταν στα Μοναστήρια της νοτιοδυτικής ακτής. Μετά την τυρόπιτα και τον καφέ, απαραίτητα εφόδια έναρξης της απαιτητικής ημέρας, ιδιαίτερα για ξενύχτηδες σαν και μας, και αφού παρκάραμε τα αυτοκίνητα σε κατάλληλο χώρο στο χωριό, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και τραβήξαμε για την προβλήτα, όπου μας περίμενε το καραβάκι. Μετά τις τυπικές διαδικασίες παραλαβής του διαμονητηρίου και του εισιτηρίου, μπήκαμε στο καραβάκι μαζί με άλλους προσκυνητές, που θα μας μετέφερε στο “άβατον” του Αγίου Όρους, στο λιμανάκι της Αγίας Άννας. Πολλές φορές χαίρομαι και επαίρομαι για το προνόμιο αυτό του άβατου που έχουν οι άνδρες. Πήγαμε στο πάνω κατάστρωμα του καραβιού, όπου είχε λιγότερο κόσμο, κάναμε το σταυρό μας ευχόμενοι καλή επιτυχία, και ξεκινήσαμε.
Με κατεύθυνση προς νότο, αφήσαμε πίσω και αριστερά μας τον Πύργο της Ουρανούπολης, σήμα κατατεθέν του χωριού και το καράβι ξεχύθηκε στο απέραντο γαλάζιο, έχοντας στο σκαρί του φορτωμένο τους προσκυνητές και επισκέπτες, κοσμικούς και καλογέρους, που επέστρεφαν στην έδρα τους. Στο δεξί μας χέρι εκτείνονταν ο Σιγγιτικός κόλπος και αριστερά μας η χερσόνησος του Αγίου Όρους με την οργιώδη βλάστηση. Συντροφιά πάνω από τα κεφάλια μας πετούσαν οι γλάροι, που έκρωζαν το πρωινό τους μονότονο τραγούδι. Στην παρέα μας κυριαρχούσε ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία, η χαρά και επιθυμία επιτεύξεως του στόχου. Δεν παθαίνεις απολύτως τίποτε αν ξενυχτήσεις μια μέρα. Αν έχεις ευτυχία, ξεχνάς τα πάντα, ακόμη και τις βιοτικές σου ανάγκες.
Μετά από λίγο ξεπρόβαλαν τα Μοναστήρια, η Θωμαϊδα, η Δοχειαρίου, η Ξενοφώντος και η Αγ. Παντελεήμονος. Το καραβάκι μας δεν έκανε την αναγκαία στάση, όπως θα έκανε το άλλο καραβάκι των 09:45 στα πρό της Δάφνης μοναστήρια. “Πιάσαμε” απ΄ ευθείας στο λιμανάκι της Δάφνης και μετά από λίγο ξεκινούσαμε και πάλι για τα νοτιοδυτικά Μοναστήρια του Άθωνα. Πάνω ψηλά σαν αετοφωλιά πρόβαλε η Μονή Σίμωνος Πέτρα (Σιμωνόπετρα), μετά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Διονυσίου και του Αγ. Παύλου. Δεκάδες επισκεπτών έβγαιναν, κυρίως, και έμπαιναν στο καραβάκι. Πιο πάνω απ΄ όλα, μεταξύ Ουρανού και Γης, ξεπρόβαλε η κορυφή του Άθωνα. Ήταν ο προορισμός μας. Τον βλέπαμε με σεβασμό και ενθουσιασμό. Το απόγευμα, πρώτα ο Θεός, θα πατούσαμε την κορυφή. Οι υπάλληλοι του καραβιού, μετά την αποβίβαση των επιβατών, δεν παρέλειπαν να ξεφορτώσουν και τα εμπορεύματα για κάθε Μοναστήρι, τρόφιμα και μοναστηριακούς εξοπλισμούς. Στους αρσανάδες, περίμεναν υπομονετικά από τα χαράματα οι εκπρόσωποι των Μοναστηριών με τα μουλάρια, για να παραλάβουν τις προμήθειες που τους έρχονταν από τον έξω κόσμο και να τις μεταφέρουν στην έδρα τους. Μετά τα πολλά, φτάσαμε στον προορισμό μας, στον αρσανά της Αγίας Άννας και αποβιβαστήκαμε. Όλα μέχρι στιγμής πήγαιναν υπέροχα. Η μέρα ήταν θαυμάσια και όλα προμήνυαν ζέστη και υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες. Αμέσως, αναλάβαμε τον εξοπλισμό μας, τον φορτωθήκαμε, και αρχίσαμε την ανάβαση.
Το όρος Άθως για τους ορειβάτες, ονομάζεται και “βουνό της αλήθειας”. Δεν μπορείς να του ξεφύγεις ούτε ένα μέτρο στην ανάβαση, όπως κάνεις στα άλλα βουνά. Στον Όλυμπο για παράδειγμα, μεταβαίνεις συνήθως με όχημα στη θέση “Πριόνια”, ευρισκόμενα σε υψόμετρο 1100 μ, και μετά αρχίζεις την ανάβαση. Έτσι “κερδίζεις” ήδη τα πολύτιμα αυτά 1.100 μέτρα ανάβασης, και ασφαλώς μέχρι την κορυφή του Μύτικα, στα 2917μ. σου υπολείπονται 1817μ. Το ίδιο γίνεται σχεδόν σε όλα τα βουνά του κόσμου. Στον Άθωνα όμως, δεν ισχύουν αυτά. Αρχίζεις από το επίπεδο της θαλάσσης [0,0μ] και ανεβαίνοντας ένα απότομο μονοπάτι, φθάνεις στα 2033μ. “Βουνό της αλήθειας” ο Άθως λοιπόν!!
Η ανάβαση ήταν ευχάριστη στην αρχή. Μπορούσαμε να συζητάμε χωρίς κόπο. Το μονοπάτι ήταν κρυμμένο μέσα στις φυλλωσιές των δένδρων και ήταν στρωμένο με τσιμέντο η πέτρες, κατάλληλα διευθετημένες για να μη γλιστρούν τα μουλάρια. Οι καλόγεροι επιμελήθηκαν την πρόσβαση στη Σκήτη τους καλώς. Οι τοίχοι από πέτρες που κρατούσαν το καλλιεργήσιμο χώμα ήταν και αυτοί επιμελημένοι. Πλαστικοί σωλήνες που δρομολογούνταν παράλληλα στο δρόμο, μετέφεραν νερό σε κήπους και σπίτια μέσα στο δάσος. Τα πουλιά κελαηδούσαν ασταμάτητα το καλωσόρισμά μας. Τα έντομα σε συνεχές πέταγμα μπρος στα μάτια μας. Ήμασταν οι πρώτοι που αρχίσαμε την ανάβαση και όπως αποδείχθηκε αργότερα, οι μοναδικοί από το καραβάκι που επιχειρήσαμε ανάβαση στον Άθωνα. Οι υπόλοιποι ήταν προσκυνητές της Σκήτης της Αγίας Άννας και τις Μικράς Αγίας Άννας και κάποια στιγμή τους χάσαμε πίσω μας.
Στην πρώτη βρύση ελευθέρας ροής του νερού ξαποστάσαμε λίγο, ήπιαμε και γεμίσαμε τα υδροδοχεία μας. Η δεύτερη στάση ήταν στο σπίτι που μας περίμενε ο φίλος μας Αναστάσιος. Άνθρωπος ευγενής, σεμνός, υψηλών αρχών και αξιών, ο οποίος μετά τον θάνατο της συζύγου του και την αποκατάσταση των παιδιών του, επισκέπτονταν τακτικά το Όρος για πνευματική τόνωση και βοηθούσε τους μοναχούς. Μας αγκάλιασε και μας καλωσόρισε όλους. Αμέσως ακολούθησε η πατροπαράδοτη συνήθεια της προσφοράς της ρακής με το λουκούμι και του Ελληνικού καφέ. Μας ρώτησε για το χωριό, για τις οικογένειές μας, για φίλους και τους κοινούς γνωστούς. Του είπαμε για το πρόγραμμά μας και μας ευχήθηκε καλή επιτυχία και αποχαιρετιστήκαμε. Ξεκινήσαμε αμέσως, χαιρετώντας και αφήνοντας πίσω μας τους ηλικιωμένους επισκέπτες της Σκήτης, που εκείνη την στιγμή έφθαναν αγκομαχώντας στη βρύση, έξω από το κεντρικό σπίτι που φιλοξενηθήκαμε.
Μετά λίγα λεπτά, φθάσαμε στο Καθολικό (Ναό) της Σκήτης και αποθέσαμε τα σακίδιά μας, προκειμένου να προσκυνήσουμε τις εικόνες και να κάνουμε την προσευχή μας στο Θεό. Χαιρετίσαμε τους Μοναχούς, ήπιαμε λίγο κρύο νεράκι και ξεκινήσαμε πάλι τον ανηφορικό μας προορισμό. Περάσαμε το σταύλο με τα μουλάρια της Σκήτης και ανηφορήσαμε τα τελευταία σπίτια. Το μονοπάτι τώρα γινόταν πιο απότομο και λιγότερο επιμελημένο. Είχαμε πλέον απομακρυνθεί αρκετά από τα σπίτια της Σκήτης. Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει κυριολεκτικά από μέτωπά μας. Τα ζόρια ήταν προφανή. Ο ανηφορικός δρόμος έχει απαιτήσεις, θέλει γερά πόδια και καλή καρδιά. Οι συζητήσεις μας πλέον είχαν περιοριστεί στις αναγκαίες. Τα πόδια ήθελαν ξεκούραση, αλλά το μυαλό μας εγρήγορση για την επίτευξη το στόχου μας. Η πρώτη στάση ήρθε σαν θεόσταλτο δώρο, σε ένα σκιερό μέρος. Δίπλα μας υπήρχε ένα παλιό καταφύγιο προσκυνητών. Έμοιαζε σαν αμπρί των στρατιωτών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ήταν πολύτιμο και ασφαλές σε όλους τους καιρούς και με οιανδήποτε συνθήκες. Στο μέσον υπήρχε η εστία και πέριξ θέσεις για ύπνο τριών έως τεσσάρων ατόμων. Με ανακούφιση ξεφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας. Αλλάξαμε φανέλες, ήπιαμε δροσερό νεράκι, ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες για το τι “τραβήξαμε” μέχρι τώρα και το τι μας “περιμένει”, ζυγίσαμε τις δυνάμεις μας, ξαναφορέσαμε στην πλάτη μας τα σακίδια και τραβήξαμε εμπρός. Κίνδυνος να χάσουμε το μονοπάτι δεν υπήρχε. Ένα και μοναδικό, χιλιοπατημένο από πόδια μοναχών και κοσμικών αιώνες τώρα, σμιλεμένο από τα πέταλα των μουλαριών, ευλογημένο από τις μυριάδες προσευχών μοναχών και κοσμικών που άκουσε, μας οδηγούσε ασφαλώς στο σκοπό μας, απλωμένο σαν φίδι μέσα στο καταπράσινο πεδίο. Αυτό το τμήμα του μονοπατιού ένωνε την Σκήτη της Αγία Άννας με την Μονή της Μεγίστης Λαύρας και προς τούτο, ήταν καλά συντηρημένο και πιο φαρδύ, όπου γινόταν.
Μετά από λίγο φθάσαμε στον αυχένα, στη χαρακτηριστική διασταύρωση που οδηγεί αριστερά προς τον Άθωνα και ευθεία στην κατηφοριά προς την Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Μέχρι εκεί δεν είχαμε συναντήσει ανθρώπινη παρουσία. Μόνον η παρουσία του Θεού ήταν αισθητή και μας κατεύθυνε τα βήματά μας. Πριν ακόμη φθάσουμε στη διασταύρωση, είχαμε αρχίσει να λύνουμε τα σακίδιά μας και τα αποθέσαμε άτακτα στο έδαφος, ψάχνοντας για λίγη σκιά και “καλή” (επίπεδη) πέτρα να καθίσουμε. Δίπλα υπήρχε μια βρύση με νερό, που ερχόταν με πλαστικό σωλήνα, δεν γνωρίζω από πού, αλλά το νερό ήταν ζεστό. Όπως καθόμασταν, μέσα στις συζητήσεις μας, ακούσαμε ομιλίες και σε λίγο έκαναν την εμφάνισή τους τέσσερις νεαρής ηλικίας άνδρες, οι οποίοι μιλούσαν ρωσικά. Ήταν προσκυνητές από την Ουκρανία που ήρθαν από την πατρίδα τους να προσκυνήσουν το Άγιο Όρος. Οι δύο είχαν έρθει προ διετίας και φεύγοντας με άριστες εντυπώσεις, επανήλθαν μαζί με τους φίλους τους. Μας εντυπωσίασε η απλότητά τους και η έλλειψη εξοπλισμού τους. Οι δύο φορούσαν απλά παπούτσια πόλης και οι άλλοι δύο πέδιλα, χωρίς κάλτσες, παντελώς ακατάλληλα για το ορεινό μονοπάτι. Βέβαια οι Ουκρανοί φίλοι μας δεν θα έκαναν ορειβασία, αλλά έστω και η απλή βάδιση στο ανηφορικό-κατηφορικό μονοπάτι, απαιτούσε την χρήση ειδικών παπουτσιών. Οι Ουκρανοί έδειχναν να το απολαμβάνουν. Το γεγονός αυτό με τα πέδιλα, με οδήγησε να σκεφτώ, πως οι προπάτορές μας Μακεδόνες με τον Μέγα Αλέξανδρο, (αλλά και λοιποί Έλληνες και Βάρβαροι), φορώντας μόνον τα σανδάλιά τους, διέσχισαν όλη την Ασία μέχρι τον Ινδό και σκαρφάλωσαν στα βράχια των υψιπέδων της Σογδιανής. Ήταν άθλος αυτός για τον σύγχρονο άνθρωπο. Χιλιάδες χιλιάδων οπλιτών από όλους τους λαούς, για χιλιάδες χρόνια, ζούσαν και πολεμούσαν φορώντας πέδιλα ή και ήταν ξυπόλητοι. Μόνο τα τελευταία χρόνια, ο σύγχρονος – πολιτισμένος άνθρωπος, φόρεσε τα “ειδικά” παπούτσια με τους διπλούς και τριπλούς πάτους, με αντικραδασμικές σόλες και τα τοιαύτα. Τι να κάνουμε… Οι νεώτεροι είμαστε πιο ευαίσθητοι και δέσμιοι της τεχνολογίας. Πιστεύω όμως βαθύτατα, ότι το απολαμβάνουμε καλύτερα από τους αρχαίους, που γέμιζαν τα δάκτυλά τους φλύκταινες και πετρούλες, τους τσιμπούσαν τα αγκάθια και τα φίδια, πρηζόταν τα πόδια τους και είχαν πολλά και βαθειά τραύματα.
Συζητήσαμε για λίγο μαζί τους, τους προσφέραμε σάντουϊτς, τους έδωσα τις δέουσες απαντήσεις στα ρωσικά σε αντίστοιχες ερωτήσεις τους για την διαδρομή τους μέχρι την Σκήτη της Αγία Άννας, φορτώσαμε και πάλι τις βρεγμένες πλάτες μας με τα βαριά μας σακίδια, και πήραμε το δύσκολο πλέον και ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή. Η οργιώδης βλάστηση άρχισε σιγά σιγά να αραιώνει, το μονοπάτι γινόταν ολοένα και πιο ανηφορικό και κακοτράχαλο, ιδιαίτερα στα σαθρά πετρώματα, από τις καιρικές συνθήκες μέρη. Οι στάσεις μας γινόταν πιο συχνές. Ο αρχηγός πήγαινε πρώτος, ακούραστος, μας έδινε κουράγιο. Είχε ανεβεί άλλες δύο φορές στο παρελθόν στον Άθωνα, ενώ οι υπόλοιποι αναβαίναμε για πρώτη φορά. Το απόθεμα του νερού μας λιγόστευε όλο και περισσότερο. Τώρα πλέον δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, μόνον αγκομαχούσαμε και ακούγαμε τους κτύπους της καρδιάς τόσο δυνατά, που ο ένας άκουγε του διπλανού του. Τα βήματα μας αργά, μικρά, μετέφεραν το βάρος του σώματός μας και του εξοπλισμού αργά αλλά σταθερά προς τον ουρανό. Η κορυφή βέβαια δεν φαινόταν, αλλά το υψομετρικό όργανο του Σάββα, στον αριστερό καρπό του χεριού του, δεν έλεγε ψέματα. Πλησιάζαμε…
Ο αρχηγός, μετά την τελευταία στάση, έφυγε πρώτος και χάθηκε από τα μάτια μας, γνωρίζοντας καλά, ότι πίσω από μία μικρή στροφή, άρχιζε η τελευταία ανηφόρα που θα μας οδηγούσε στο εξωκλήσι (κάθισμα) της Παναγίας, στα 1550μ. Είχαν περάσει πέντε περίπου ώρες από την εκκίνησή μας από τη Σκήτη της Αγίας Άννας και τώρα πλησιάζαμε στο ναϊδριο της Παναγίας, στον πρόποδα του Άθωνα, που αγέρωχος μας ατένιζε στο αριστερό μας χέρι. Υπολείπονταν άλλα πεντακόσια δύσκολα μέτρα για την κορυφή. Ο αρχηγός έφθασε ήδη στον προαύλιο χώρο του εξωκκλησιού, όταν εμείς είχαμε άλλα πενήντα δύσκολα μέτρα ανάβασης, που μας έκαναν να επιστρατεύσουμε και την τελευταία εφεδρεία δυνάμεως και αντοχής μας.
Διακρίναμε και άλλες ανθρώπινες φιγούρες να κινούνται μαζί του και νομίσαμε ότι υπήρχαν και άλλοι προσκυνητές εκεί. Αυτοί ήταν, όπως αργότερα μάθαμε, περί τους δέκα Αλβανούς λιθοξόους, που διέμεναν εκεί σε ειδικό πετρόχτιστο νεόδμητο δωμάτιο, δίπλα στο εξωκλήσι, με αποστολή να κατασκευάσουν το ναϊδριο, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στην κορυφή του Άθωνα. Δύσκολη η αποστολή τους. Κάθε μέρα φόρτωναν τα μουλάρια και ανέβαιναν τα πεντακόσια αυτά μέτρα μέχρι την κορυφή, κουβαλώντας τα εργαλεία τους και τα δομικά υλικά, εκτός από την πέτρα, την οποία λατομούσαν από την αφθονούσα στο είδος περιοχή. Η πέτρα αυτή θέλει σφυρηλάτηση για να λειανθεί και να γίνει κατάλληλη να κτισθεί. Οι Αλβανοί ήταν καλλιτέχνες στην εργασία αυτή, όπως αργότερα διαπιστώσαμε στην κορυφή. Το Σάββατο και την Κυριακή, σύμφωνα με το καταστατικό του Αγίου Όρους, απαγορεύεται η εργασία και όλοι προσεύχονται στον Θεό. Έτσι και οι Αλβανοί, μάλλον ήταν χριστιανοί και όχι αλλόθρησκοι, είχαν ρεπό και ξεκουράζονταν, έκαναν την ατομική τους καθαριότητα και συζητούσαν.
Φθάσαμε και εμείς επιτέλους στο πλακόστρωτο του εξωκκλησιού και με άκρα ανακούφιση πετάξαμε από πάνω μας τα σακίδια. Το φιλόξενο πεζούλι υποδέχθηκε αμέσως τα ταλαίπωρα κορμιά μας. Τι απόλαυση, μετά από τόσο επίπονο δρόμο να κάθεσαι και να απολαμβάνεις το νεράκι σου με την απόλυτη ησυχία της φύσης.
Μετά από μικρή ανάπαυλα και την κατανάλωση του τελευταίου μας νερού, ψάξαμε το χώρο που θα κοιμόμασταν. Ο αρχηγός όρισε τον χρόνο: ” Σε είκοσι λεπτά ξεκινάμε για κορυφή, χωρίς σακίδια. Πάρτε μόνο νερό”. Τότε δημιουργήθηκε το ερώτημα, πως θα αφήναμε τον εξοπλισμό μας στο εκκλησάκι, στην παρουσία δέκα Αλβανών. Στο Άγιο Όρος όμως δεν κλέβουν. Ο Θεός τα οικονομεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην γίνονται έκτροπα. Η κακιά σκέψη μόλυνε το μυαλό μας. Χωρίς άλλη σκέψη, έβγαλα αμέσως το μπουκάλι με το τσίπουρο από το σακίδιό μου και το πρόσφερα όλο στους εργάτες. Εκείνοι το αποδέχθηκαν με χαρά. Ήπιαμε όλοι στην υγειά μας και ανακουφιστήκαμε κυρίως ψυχικά. Λίγα λεπτά αργότερα, διασχίζαμε τα πρώτα επίπεδα μέτρα του μονοπατιού με τα λιγοστά πεύκα και μετά… άρχιζε πάλι το μαρτύριο της ανηφόρας. Το ελικοειδές μονοπάτι πήγαινε πέρα δώθε για ανεβείς μόνο λίγα μέτρα. Ο σχηματισμός μας σε φάλαγγα κατ΄ άνδρα, άρχισε να αραιώνει. Ο αρχηγός έφυγε εμπρός με τον Σάββα πάνω από 50 μέτρα, μετά εγώ και ακολουθούσε ο Θεόδωρος αρκετά πίσω. Αργότερα έκανα μια ηρωική κατακόρυφη ανάβαση, εκτός μονοπατιού και τους έφτασα στα μισά του δρόμου. Κούραση αρκετή αλλά και ελπίδα για την δικαίωση της κατάκτησης της κορυφής. Θέλαμε όλοι να ζήσουμε την χαρά από τα 2033μ που θα εξαφάνιζε τον κάματο των μυών μας.
Περί τις 17:00 το θαύμα έγινε. Αντικρίσαμε τον τεράστιο μεταλλικό σταυρό και το τριγωνομετρικό των 2033μ. Είχαμε εκπληρώσει την αποστολή μας. Δόξα σοι Θεέ!! Λίγη ξεκούραση, αρκετό νεράκι να ανανεώσει τις απώλειες του ιδρώτα ήταν το πρώτο αντίδοτο στον κάματο. Το αεράκι του απογεύματος μας αναζωογόνησε. Φωτογραφίσαμε το εκκλησάκι, την χερσόνησο, τους εαυτούς μας για ενθύμιο και μετά από μικρό διάλλειμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Παρόλο που η κάθοδος είναι δύσκολη, ιδίως για τα κουρασμένα πόδια μας, εγώ έχω το προσόν να τρέχω. Με φτουράει πολύ. Πηγαίναμε αρκετά γρήγορα. Ο αρχηγός, επέλεξε να ανιχνεύσει ένα νέο μονοπάτι και έφυγε δεξιά. Οι υπόλοιποι εκ του ασφαλούς και εκ της πεπατημένης, επιστρέψαμε στο κονάκι μας. Στο εξωκκλήσι (ναίδριο) βρήκαμε δύο Βουλγάρους που μόλις είχαν ανεβεί, μάλλον πατέρας με γιό. Τους χαιρετήσαμε και ανταπέδωσαν. Τα πράγματά μας ήταν άθικτα εκεί που τα αφήσαμε.
Το στομάχι μας είχε από καιρό διαμαρτυρηθεί από την πείνα. Μόνο με νεράκι δεν ζεί ο άνθρωπος… Από την άλλη πλευρά όμως άμα φας, έρχεται η πέψη και μαζί φέρνει την ραθυμία και την επιθυμία για ξάπλα. Τώρα όμως ήταν η καταλληλότερη ώρα να φάμε. Μαζευτήκαμε στο ανατολικό μέρος του ναϊδρίου, στρώσαμε το κοινό μας τραπέζι με όλα μας τα καλά, γέμισαν τα ποτήρια από το αρωματικό τσίπουρο παραγωγής του αρχηγού, και φάγαμε για τα καλά. Η βουνίσια όρεξη λένε είναι η καλύτερη… Έχουν δίκαιο…
Ο ουρανός ξαφνικά άρχισε να γεμίζει σύννεφα. Δεν είναι βέβαια παράξενο για κορυφή βουνού να βρέξει. Για να μην προκαλούμε την τύχη μας, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε εντός του ναϊδρίου. Οι Αλβανοί είχαν το δικό τους κονάκι δίπλα, ξεχωριστά από μας, με κρεβάτια, μπάνιο και άλλες διευκολύνσεις ατομικής υγιεινής. Στο ναίδριο υπήρχε χώρος να φιλοξενήσει 6-7 άτομα στριμωχτά, μαζί με τον χώρο του Ιερού. Έφτανε για όλου μας. Μπαίνοντας στο ναίδριο, ακριβώς στην είσοδο, υπήρχε ένα πηγάδι με καθαρό νερό, το οποίο έκοβε αρκετά από τον ωφέλιμο χώρο που προσφερόταν για ύπνο. Ρίχνοντας τον κουβά μερικά μέτρα, μπορούσες να ανασύρεις καθαρό κρύο νερό. Από το σωτήριο αυτό πηγάδι ανανεώσαμε τις προμήθειές μας σε νερό, όπως και όλοι οι οικούντες και οι επισκέπτες του. Ευλογημένο πηγάδι και ας είναι ευλογημένος ο κατασκευαστής του.
Ο αρχηγός αποφάσισε να κοιμηθεί στο Ιερό, έμπροσθεν της Αγίας Τράπεζας, εγώ με τον Λουκά δίπλα ο ένας στον άλλο με τα πόδια μας προς το πηγάδι, και ο Σάββας με τον Θοδωρή αποφάσισαν να κοιμηθούν έξω, γιατί δεν ήθελαν να μοιραστούν την νύχτα τους με τους Βουλγάρους. Οι Βούλγαροι είχαν προλάβει και στρώσει να κοιμηθούν στο κυρίως ναίδριο. Η νύχτα έπεσε, ανάψαμε τους φακούς μας και νωρίς πέσαμε για ύπνο, γιατί η επομένη μέρα θα άρχιζε νωρίς.
Τότε έκανε την εμφάνισή του ένας καλόγερος Ρουμάνος, όπως μάθαμε, λιτός, αδύνατος, σκελετωμένος θα έλεγα, όχι πάνω από πενήντα. Δεν είχε τίποτε μαζί του, εκτός ενός τρίχινου σάκου, όμοιο με αυτό που είχαν οι Βλάχοι βοσκοί των βουνών. Ενώ εμείς είχαμε κουρνιάσει στους υπνόσακούς μας, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος, μπήκε στις μύτες των ποδιών του και βλέποντάς μας, πήγε στο Ιερό του ναιδρίου για να καταλύσει. Εκεί όμως βρήκε τον αρχηγό μισοκοιμισμένο. Μόλις ο αρχηγός άναψε τον φακό και κατάλαβε τι συμβαίνει, τον προσκάλεσε αμέσως να πάρει την θέση του και ο ίδιος με βιαστικές κινήσεις, μάζεψε τα υπάρχοντά του και βγήκε έξω. Προκλήθηκε βέβαια πολύς θόρυβος, γιατί τα πλαστικά όταν τρίβονται κάνουν ένα παράξενο θόρυβο, σε ένα τόσο ήσυχο μέρος μάλιστα. Ξυπνήσαμε αμέσως όλοι μας και ρωτήσαμε τι συμβαίνει. Ο αρχηγός μας ενημέρωσε και χωρίς δεύτερη κουβέντα, εξήλθε του ναϊδρίου και πήγε στο πίσω μέρος του τσιμεντένιου περιβόλου, όπου έστρωσε και έπεσε να κοιμηθεί ανάσκελα, όπως τον βόλευε, αδιαφορώντας για την επικείμενη βροχή. Ο μακάριος καλόγερος, στεναχωρήθηκε πολύ που, χωρίς να το θέλει, προκάλεσε την αναστάτωση αυτή, βγήκε και αυτός ταχέως του ναϊδρίου και κάθισε στο εξωτερικό πέτρινο πεζούλι, έβγαλε το κομποσκοίνι του και άρχισε την προσευχή του. Έτσι όπως κάθισε τότε, τον είδα περί τις 04:00, όταν η σωματική μου ανάγκη που μου προκάλεσε το πολύ νερό έγινε ανώτερη από τις δυνάμεις μου, και στην ίδια ακριβώς θέση τον είδαμε νωρίς το πρωί, πάλι με το κομποσκοίνι του, να υμνεί τον Θεό. Εξαιρετικά πράγματα συμβαίνουν γύρω μας κάθε στιγμή!!!! Θαύμασα την αντοχή του και την καρτερικότητά του. Μάλλον ζητούσε συγνώμη από όλους μας μέσα στις προσευχές του. Το Ιερό του ναιδρίου έμεινε κενό. Έτσι ήταν η βουλή του Θεού! Περί τις 01:00, ο Λουκάς, μη μπορώντας, όπως μου είπε αργότερα, να αντέξει τα δυνατά ροχαλητά μου, πήρε τα υπάρχοντά του και αποφάσισε να κοιμηθεί και αυτός κάτω από τα αστέρια, στον αυλόγυρο, δίπλα στον αρχηγό. Έλα όμως που ο Θεός είχε άλλα σχέδια!!! Άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού περί τις 02:00 και ο Λουκάς μάζεψε πάλι τα υπάρχοντά του, επιστρέφοντας στη παλιά του βάση. Τότε ήταν που ξύπνησα και μέσα στη θολούρα μου ρώτησα τι γίνεται. Ο Λουκάς μου εξήγησε τα περί της βροχής, αλλά και για τους “γενναίους των βουνών”, τον αρχηγό, τον Σάββα και τον Θοδωρή που αποφάσισαν να συνεχίσουν την παραμονή τους έξω, όπως έκαναν και οι στρατιώτες του Μέγα Αλέξανδρου, όταν του έπιανε η μπόρα. “Μπόρα είναι θα περάσει” έλεγαν. Αυτό είπαν και οι φίλοι μας, αλλά και ο μακάριος καλόγερος που “έφαγαν” λίγη βροχή, αλλά θέλεις οι προσευχές του καλόγερου, θέλεις ο ίδιος ο Μεγαλοδύναμος… έδιωξε τα σύννεφα και σταμάτησε τα χειρότερα.
Δεν σας περιγράφω τις μάχες με τα κουνούπια, που μας έκαναν χιλιο τρυπητούς…. Επειδή τα χέρια μας ήταν μέσα στον σάκο, πήραν τα μυαλά τους αέρα, ξεσάλωναν, και μας έκαναν ένα πρόσωπο όλο εξογκώματα. Τα έχει αυτά το βουνό. Τα βουνίσια κουνούπια είναι γνήσιοι εκπρόσωποι των κουνουπιών των κάμπων και των πόλεων. Ένα πράμα ξέρουν καλά τα κουνούπια και το κάνουν με θάρρος και επιδέξια… να τσιμπούν απροειδοποίητα και να ρουφούν αίμα. Και αυτό έκαναν και σε μας…
Περί τις 07:00 σηκωθήκαμε. Ήδη οι Βούλγαροι έπαιρναν το πρωϊνό τους. Ο καλόγερος ακίνητος στη θέση του τραβούσε τα τελευταία κομποσκοίνια του. Μετά, μόνος όπως ήρθε, πήρε το δρόμο προς τον “Ουρανό”, προς την κορυφή του Άθωνα και χάθηκε από τα μάτια μας. Οι Βούλγαροι είχαν και αυτοί πρόγραμμα για την κορυφή. Εμείς έπρεπε να βιαστούμε για να επιστρέψουμε στον αρσανά της Σκήτης της Αγίας Άννας, από όπου ξεκινήσαμε, για να πάρουμε το καραβάκι της επιστροφής στην Ουρανούπολη. Καθυστέρηση δεν συγχωρείτε στο Άγιο Όρος. Το τίμημα θα ήταν βαρύ. Να διανυκτερεύσουμε στον αρσανά κάπου με τους υπνοσάκους μας, και να επιστρέψουμε την Δευτέρα. Αλλά, έλα που μας περίμεναν όλους οι προγραμματισμένες εργασίες μας στην πόλη…..
Έτσι, πήραμε το πρωινό μας γρήγορα και κολλήσαμε στην πλάτη τα υπάρχοντά μας, με το σακίδιο. Ο καιρός συνεχώς βελτιωνόταν. Το σακίδιο είχε γίνει αρκετά ελαφρύτερο, μιας και φάγαμε το σύνολο των τροφών που φέραμε μαζί. Η κατηφόρα μας βόλευε όλους και έτσι μέσα σε ένα πανέμορφο πρωινό περιβάλλον του Όρους, με ενθουσιασμό, απόλυτα ικανοποιημένοι από την κατάκτηση της κορυφής, πήραμε αντίστροφα το μονοπάτι της επιστροφής. Εκεί που χθες σέρναμε τα πόδια μας, τώρα η γη έφευγε γρήγορα από κάτω και χωρίς καμία στάση, φθάσαμε στην διασταύρωση προς την Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ξεκουραστήκαμε για λίγο, αστειευτήκαμε από τα γεγονότα της ατέλειωτης νύχτας που περάσαμε και ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, ευχάριστα αυτή τη φορά.
Φθάσαμε στο Καθολικό της Σκήτης και πήγαμε να κάνουμε την προσευχή μας και να ανάψουμε το κεράκι μας. Ο Θεός ήταν μαζί μας. Αυτό ήταν το μόνο βέβαιο…
Περάσαμε και από το σπίτι να αποχαιρετήσουμε τον φίλο μας Αναστάσιο, αλλά απουσίαζε την στιγμή εκείνη σε μία διακονία του. Έτσι αφήσαμε τις ευχές και ευχαριστίες μας να τις διαβιβάσει κάποιος φίλος της Σκήτης.
Έγκαιρα, πολύ ενωρίτερα του προβλεπομένου, φθάσαμε στον ταρσανά. Μη έχοντας τίποτε άλλο να κάνουμε, κάναμε το καλύτερο. Βγάλαμε τα παπούτσια μας, στρώσαμε το σάκο και μέσα στις συζητήσεις και τα αστεία ξεκουραστήκαμε και γελάσαμε πολύ.
Το καραβάκι φάνηκε στον ορίζοντα στην ώρα του. Τα πάντα είναι προγραμματισμένα εδώ. Ο κόσμος της επιστροφής ήταν τριπλάσιος αυτού που αφήσαμε. Φαίνεται την Κυριακή επέστρεφαν και οι επισκέπτες του μεσοβδόμαδου.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν υπέροχο. Βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες. Γνωρίσαμε αρκετούς νέους φίλους με παρόμοια με εμάς ενδιαφέροντα. Νωρίς το απόγευμα μπαίναμε στα αυτοκίνητά μας για την επιστροφή στα σπίτια μας.
Η υπόσχεσή μας ήταν να ξαναεπιχειρήσουμε σύντομα την επανάληψη της υπέροχης αυτής περιπέτειας προσκυνηματικού τύπου στο Άγιον Όρος.
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Του Αρχιμανδρίτη κ. Ιωακείμ Καραχρήστου, Δικαίου της ιεράς Σκήτης του Προφήτη Ηλία, από τα βιβλία του.
Της Παναγίας Περιβόλι μυρωμένο και ιερό, ένα είναι στον κόσμο άγιο και ξακουστό. Το λέμε Άγιον Όρος και καμαρώνουμε γι ’αυτό, στολίδι είναι της Ελλάδας πολύτιμο, μοναδικό.
Κάστρο της ορθοδοξίας, θησαυροφυλάκιο πνευματικό, ένα θαύμα είναι μεγάλο, εξαίσιο και διαχρονικό. Πώς να το παρουσιάσω, τι ο φτωχός εγώ να πω, τόλμημα είναι για μένα μα το επιχειρώ.
Με την ευλογιά της Κυρίας Θεοτόκου αρχινώ, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου ένα διαλαλώ. Η αγιότητα αυτού του τόπου με αφήνει εκστατικό, ας με ανεχθούν οι Όσιοι του τον ανάξιο κι αμαρτωλό.
Στους πολλούς αιώνες που περάσανε και ως εδώ, γέννησε πολλούς Αγίους, που ευαρέστησαν τον Θεό. Τα θαυματουργά σκηνώματα τους μαρτυρούν γι’ αυτό, νοιώθεις δέος και διερωτάσαι άραγε τι κάνω εγώ;
Και σήμερα ακόμη στον αιώνα τον απατεώνα αυτό, οι οικήτορες του Αγίου Όρους έναν έχουνε σκοπό. Τον αγώνα τους να συνεχίσουν τον αγιοπνευματικό, να φτάσουν υψηλοπετώντας επάνω εκεί στον ουρανό.
Απέραντη γαλήνη και απόλυτη ησυχία επικρατούν εδώ, του Παραδείσου ένα επίγειο κομμάτι είναι για τον Μοναχό. Αφού ο τρόπος της ζωής του είναι βίωμα αγγελικό, με το νου και τη καρδιά του το κάνει αυτό αληθινό.
Νύχτα και ημέρα συνομιλεί με τον Χριστό, προσεύχεται και ψάλλει, εργάζεται για το καλό. Αντιστέκεται και πολεμάει τον προαιώνιο εχθρό, προ πολλού έχει πεθάνει για το γήινο και φθαρτό.
Στον Άθωνα ψηλά επάνω φαντασθείτε ένα θρόνο υψηλό, εκεί κάθεται η Παναγία και ευλογεί τον κάθε Μοναχό. Τα δάκρυα και τις προσευχές του μεταφέρει στο Χριστό, το Περιβόλι που μου έδωσες λέει, αυτά έχει για καρπό.
Εργαστήριο της αγιότητας το είπαν και είναι πάντα ενεργό, στην οικουμένη όλη στέλνει ένα μήνυμα συγκλονιστικό. Άνθρωποι λέει, «τα άνω φρονείτε» και αγαπάτε τον Θεό, μη ξεχνάτε της ζωής σας το νόημα και τον μοναδικό σκοπό.
Αδελφοί μου, όσοι θα διαβάσετε το φτωχό κείμενο αυτό, αγιορείτες και φιλοαγιορείτες να θυμάστε ένα μυστικό. Το Άγιον Όρος πάντα εκπληρώνει έναν άγιο προορισμό, οι προσευχές των Μοναχών του στηρίζουνε τον κόσμο, «ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ».
http://www.mountathosinfos.gr/pages/agionoros/pilgrims_info.gr.html