6/12/1943: Το Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ, κινούμενο “με τας ιδίας δυνάμεις”, καταπλέει τιμούμενο στον λιμένα της Αλεξανδρείας.
Του Αντιναυάρχου Κωνσταντίνου Σ. Σωτηρίου (*)
To ανέκδοτο κείμενο που ακολουθεί, είνaι μια ομιλία του Αντιναυάρχου Κωνσταντίνου Σ. Σωτηρίου (Καβάλα 1918 – Αθήνα 2008), ο οποίος, το 1943, υπηρέτησε με τον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου στο Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ, βιώνοντας από κοντά μια απίστευτη περιπέτεια, από τις πλέον ένδοξες της ιστορίας του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Η ομιλία έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2004 στην Αθήνα. Ο προφορικός λόγος, η γλώσσα, η στίξη, ο τονισμός και η ορθογραφία του πρωτοτύπου διατηρήθηκαν στο ακέραιο.
Την σημαντική αυτή μαρτυρία στο σύνολό της, πρωτοδημοσίευσε ο ιστότοπος Clio Turbata, ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη όσων συμμετείχαν σε αυτή την ηρωική επιχείρηση.
*
Κυρίες και Kύριοι,
Ακόμη διερωτώμαι πού με θυμήθηκε ο κ. Μπελώνιας και μπήκε στον κόπο να μ’ εντοπίση, για να μου απευθύνη αυτή την τόσον τιμητικήν πρόσκλησιν. Ομολογώ ότι κατ’ αρχάς εδίστασα, αφού αμέσως εσκέφθην ότι η αποδοχή της θα εσήμαινε την διαταραχή της νιρβάνας που απορρέει από το προνόμιον της αφανείας που δικαιούται να απολαμβάνη ο κοινός πρεσβύτης. Μετά όμως μ΄εκυρίευσεν η ιδέα ότι ίσως να ήταν σκόπιμον να την αποδεχθώ, γιατί έτσι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να εκπληρώσω ένα μεγάλο χρέος. Να γίνω δηλαδή για λίγο η φωνή των αγαπημένων μου φίλων και συμπολεμιστών που χάθηκαν σε τόσον νεαράν ηλικίαν και στα 86 μου χρόνια – ίσως για τελευταία φορά δημοσίως – να θυμίσω την ιστορία τους και να τους τιμήσω για την μεγάλη τους προσφορά στην πατρίδα.
Σε μία ηλικία που οι άνθρωποι συνήθως γλεντούν την ανεμελειά της νιότης, εμείς οι ολοένα απερχόμενοι επιζώντες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ζήσαμε εμπειρίες δύσκολες και σκληρές, απ’ αυτές που σημαδεύουν για πάντα την ψυχήν του ανθρώπου. Τότε, η κάθε μας ημέρα θα μπορούσε να ήταν η τελευταία και στην πορεία εκείνου του μακροχρόνιου αγώνος, εβιώσαμε τις πλέον ακραίες εκδηλώσεις της ανθρωπίνης φύσεως.
Αν και πάντα απεύχομαι την πιθανότητα να εκτεθούν σε παρόμοιες καταστάσεις οι νεώτερες γενιές, θεωρώ ότι κάποια χρήσιμα διδάγματα που εμείς απεκομίσαμεν από τον πόλεμον ίσως δεν θα έπρεπε να τα πάρουμε μαζί μας ησύχως. Αυτό, για να μην χάνεται ποτέ από τις συνειδήσεις των νεωτέρων η επαφή με την φρίκην του πράγματος, σαν ένα μήνυμα αποτρεπτικόν ώστε να μην γίνονται πόλεμοι ελαφρά τη καρδία, σαν αυτούς που δυστυχώς βλέπομεν τελευταία. Επίσης, αλλά εξ ίσου σημαντικόν, για να μην λησμονείται από τις νέες γενιές μας η δικαιολογημένη υπερηφάνεια που θα πρέπει να διατηρούν στην ψυχή τους για το πως συμπεριεφέρθησαν τότε οι Έλληνες.
Βρέθηκα λοιπόν σήμερα εδώ για να θυμηθούμε μαζί τον ΑΔΡΙΑ, επί του οποίου είχα την τιμή σαν νεαρός Ανθυποπλοίαρχος, πριν από 60 ολόκληρα χρόνια, να υπηρετήσω στην θέσιν του Αξιωματικού Πυροβολικού. Η ομιλία μου κυρίως θα επικεντρωθή σε γεγονότα, καθώς θα σας αφηγηθώ μιά από τις πολλές ιστορίες, που σαν περιπεπλεγμένες ίνες συνθέτουν το ύφασμα της όλης εμπειρίας ενός πολέμου. Όμως, πίσω από τα ψυχρά ίσως δεδομένα της αφήγησης μου, θα πρέπει και σείς να ταξειδέψετε για λίγο μέσα στον χρόνο. Να προσπαθήσετε δηλαδή “να μπείτε στο πετσι” των ανθρώπων που ζούσαν εκείνη την εποχή και να φαντασθήτε – πράγμα σχεδόν αδύνατον σήμερα – μιαν Ελλάδα υπό Γερμανικήν και Ιταλικήν κατοχήν και ένα τότε Β.Ν. – μαζί με κάποια διαφυγόντα τμήματα του Ελληνικού Στρατού – να εξακολουθούν μίαν ένδοξον δράσιν από την Αίγυπτον.
Το Ναυτικό μας, προκειμένου να μεγιστοποιηθή η επιχειρησιακή του συμβολή, είχε προσαρτηθεί οργανικώς στον Αγγλικόν Στόλον και κάτω από την Διοίκησιν του συνέχισε να συμμετέχη σημαντικώς στον όλον συμμαχικόν αγώνα κατά του Άξονα. Έτσι, εκτός από επιχειρήσεις σ’ όλην την Μεσόγειον, Ελληνικά πολεμικά πλοία ευρέθησαν να επιχειρούν και σε πολύ μακρυνές περιοχές στον Ατλαντικό, Ειρηνικό και Ινδικό Ωκεανούς, σε αποστολές ακόμη και κατά των Ιαπώνων.
Όλα τα πλοία του ναυτικού και ιδιαιτέρως τα Α/Τ (αντιτορπιλικά) – που οι Άγγλοι συνήθιζαν ν’ αποκαλούν και τσοπανόσκυλα του στόλου – ανελάμβαναν πλήθος αποστολών. Ήταν σύνηθες κατά την εκτέλεσιν των αποστολών των αυτών να υπάρχουν εμπλοκαί με εχθρικά πλοία, αλλά και να δέχονται επιθέσεις από αέρος ή ακόμη και από ξηράς, σε περιπτώσεις υποστηρίξεως αποβατικών ή επιδρομικών επιχειρήσεων.
Άν και με τον ΑΔΡΙΑ εβίωσα πολλές και επικίνδυνες αποστολές, για την σημερινή μου ομιλία επέλεξα ένα εξέχον επεισόδιο από την δράσιν του που έχει χαραχθεί πολύ βαθειά στην μνήμη μου. Ήταν η περιπέτεια του βαρύτατου τραυματισμού του πλοίου στις επιχειρήσεις των Δωδεκανήσων και ο εν συνεχεία αγωνιώδης πλούς μας προς Αλεξάνδρειαν.
Κυρίες και Kύριοι,
Ένα πολεμικό πλοίο, εκτός από την τεχνολογία που το απαρτίζει, μεταφέρει και μίαν ομάδα ανθρώπων που επιδιώκουν έναν κοινόν σκοπόν. Για να επιτευχθή όμως ο κοινός αυτός σκοπός, χρειάζεται ένας ηγέτης με την ικανότητα να προάγη ένα επίπεδο συλλειτουργίας και οργανώσεως τέτοιο, ώστε και η συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, αλλά και η εμπλοκή μεταξύ ανθρώπων και τεχνολογίας ν’ αξιοποιούνται στο έπακρον της αποδόσεως των. Είναι επίσης ευθύνη του ηγέτου αυτού να εμπνέη την ομόνοιαν ως προς την εμμονήν στον σκοπόν, αλλά και την ομοψυχίαν ακόμη και στις πλέον κρίσιμες και χαλεπές στιγμές. Το πλήρωμα του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ είχε την τύχην να έχη έναν τέτοιον ηγέτην τον τότε Αντιπλοίαρχον Ιωάννην Ν. Τούμπαν, μετέπειτα Ναύαρχον.
Στην συνέχειαν της ομιλίας μου δεν θ’ αναφερθώ σ’ άλλα ονόματα, γιατί θα ήταν άδικο να προβάλλω μόνον την δράσιν των ανδρών του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ ή να μνημονεύσω μόνον τους νεκρούς του και έτσι να κάμω μίαν ασεβήν διάκρισιν προς όλους τους άλλους άνδρες του Ναυτικού μας που εξ ίσου προσέφεραν πολλά στην πατρίδα και βέβαια, πολλοί εξ αυτών, ακόμη και την ζωήν τους.
Το στρατηγικό υπόβαθρο του επεισοδίου που θα σας αφηγηθώ είχεν ως εξής. Τον Σεπτέμβριον του 1943 η Ιταλία κατέρρευσεν, το δε Συμμαχικόν Στρατηγείον του Καϊρου – που επίστευεν στην πιθανότητα της Τουρκικής βοηθείας – εκ των πραγμάτων διεψεύσθη και θα έπρεπε στο εξής να βασιστή μόνον στις δικές του δυνάμεις για τις επιχειρήσεις του στο Αιγαίον. Δεδομένων λοιπόν όλων αυτών, ο Στρατηγός Ουϊλσων διέταξεν την άμεσον κατάληψιν των νήσων Λέρου, Κώ και Σάμου, διαβλέπων μίαν ευνοϊκήν συγκυρίαν στο εκεί υπεράριθμον των Ιταλικών Φρουρών, έναντι των Γερμανικών. Τότε, πολλές Ιταλικές μονάδες εστασίαζαν ή παρεδίδοντο και επικρατούσε μία γενική ανωμαλία στις φρουρές κατοχής που αποσπούσε την προσοχήν των Γερμανικών δυνάμεων.
Παρά ταύτα, στο σχέδιον Ουϊλσων αντέδρασεν ζωηρώς η Ναυτική ηγεσία, καθώς οι στόχοι του ήσαν εκτός ακτίνος δράσεως των συμμαχικών καταδιωκτικών Α/Φ και τα πολεμικά πλοία θα ήναγκάζοντο να επιχειρήσουν άνευ καλύψεως σε μία περιοχή πλήρους από αέρος κυριαρχίας του εχθρού. Η ανησυχία της Ναυτικής ηγεσίας δεν διεψεύσθη, αφού σ’ ένα διάστημα μόλις 2 μηνών εβυθίσθησαν 6 Α/Τ, μεταξύ των οποίων και το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, δυστυχώς με βαρειές απώλειες. Επίσης, υπέστησαν σοβαρές ζημίες 4 καταδρομικά και 3 Α/Τ, μεταξύ των οποίων και ο ΑΔΡΙΑΣ.
Η πρόσκρουση σε νάρκη και η προσάραξη στα Μικρασιατικά παράλια.
Ούτως έχόντων των πραγμάτων, την 20ην Οκτωβρίου 1943 ο ΑΔΡΙΑΣ κατέπλευσεν στην Αλεξάνδρειαν. Εκεί αμέσως παρεβάλαν φορτιγίδες και ήρχισεν φόρτωσις πυρομαχικών και άλλων υλικών, όπως π.χ. συρματοπλεγμάτων, προφανώς για τον ανεφοδιασμόν Αγγλικών χερσαίων δυνάμεων που συμμετείχαν στην εν εξελίξει επιχείρησιν καταλήψεως των νήσων που προανέφερα. Παρ’ όλον που δεν είχαμε ακόμη επισήμως ενημερωθεί, όλο το πλήρωμα του ΑΔΡΙΑ είχεν αντιληφθεί ότι η επόμένη αποστολή μας θα ήταν στα Δωδεκάνησα, εκεί όπου προ ολίγων ημερών χάθηκε το Α/Τ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ.
Τα χαράματα της 21ης Οκτωβρίου, τέσσαρα Α/Τ, δηλαδή τα Α/Τ Στόλου ΤΖΕΡΒΙΣ και ΠΑΘΦΑΪΝΤΕΡ και τα Α/Τ Συνοδείας ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ και ΑΔΡΙΑΣ, απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια. Επί του ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ επέβαινε ο Άγγλος Διοικητής του 22ου Στολίσκου Α/Τ, στον οποίον ανήκε ο ΑΔΡΙΑΣ. Ο Κυβερνήτης εκάλεσεν τους Αξιωματικούς για να τους ενημερώσει σχετικώς με το σχέδιον ενεργείας, που είχεν ως εξής:
Η πρώτη ομάς – με τα δύο Α/Τ Στόλου – θα επιχειρούσε να εισέλθη στον όρμον Λάκη της Λέρου, για να εφοδιάση την εκεί Αγγλικήν Φρουράν. Για να προσελκύσουν την προσοχήν του εχθρού μακρυά από την ενέργειαν αυτήν, τα άλλα δύο Α/Τ θα εξετέλουν παραπλανητικήν επιχείρησιν στην Κάλυμνον. Την επομένη νύκτα θα αντηλλάσσοντο οι ρόλοι, οπότε τα δύο Α/Τ Συνοδείας θα απεβίβαζαν τα δικά τους εφόδια στη Λέρο, ενώ η πρώτη ομάς θα ανελάμβανεν την παραπλάνησιν του εχθρού.
Με το σκότος της νυκτός της 21ης Οκτωβρίου είχαμε πλέον καταπλεύσει στην περιοχή των Δωδεκανήσων και οι δύο ομάδες απεχωρίσθησαν, η μεν πρώτη με κατεύθυνσιν προς Λέρον, η δε δευτέρα – με τον ΑΔΡΙΑ – προς τον όρμον του Βαθέως Καλύμνου. Οι πληροφορίες μας ανέφερον ότι στον όρμον αυτόν ήσαν 4 εμπορικά πλοία, που θα έπρεπε να βυθίσωμεν. Επί μιάμισυ ώρα ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ και ΑΔΡΙΑΣ ηρεύνουν την περιοχή με τους μεγάλους προβολείς τους αναμμένους, αλλά δεν ευρέθη τίποτε και ούτε υπήρξεν αντίδρασις εκ μέρους του εχθρού.
Περί την 3ην πρωϊνήν ώραν ο Διοικητής μας απεφάσισεν ν’ αποσυρθούμε και να κινηθούμε προς το προκαθορισμένον σημείον συναντήσεως με την πρώτη ομάδα. Τότε ακριβώς είδαμε φώτα στο αεροδρόμιον της Κώ, πράγμα που εσήμαινεν απογείωσιν Α/Φ και επικείμενην αεροπορικήν επίθεσιν. Σχεδόν αμέσως ηκολούθησεν βόμβος Α/Φ και το ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ εδέχθη την πρώτην επίθεσιν. Εν συνεχεία, η συμπάθεια των αεροπόρων επεκεντρώθη στον ΑΔΡΙΑ και μιά δέσμη βομβών περιέβαλεν το πλοίον μας. Στήλαι θαλασσίου ύδατος κατέπεσαν στην πρώραν μας, αλλά καμμία άλλη ζημία δεν υπέστημεν πλην τριών ελαφρώς τραυματιών που επλήγησαν από το βάρος της πτώσεως του ύδατος.
Επί 30 λεπτά βομβαρδιζόμεθα αδιακόπως από αέρος, μαζί και με πυροβολισμούς, ευτυχώς όμως άνευ αποτελέσματος. Πλέοντες με ελιγμούς δεξιά και αριστερά καταφέραμε να δυσχεράνωμεν κατά πολύ την σκόπευσιν των αεροπόρων, αλλά στην ασφαλή διαφυγήν μας συνέβαλεν πολύ η φαεινή ιδέα του Διοικητού μας να ρίψη στην θάλασσαν έναν καπνογόνο κάδο. Εν μέσω νυκτός οι Γερμανοί πιλότοι εύλογα θεώρησαν ότι ο καπνός προήρχετο από βληθέν πλοίον και ήρχισαν να επιτίθενται λυσσωδώς κατά του κάδου, με αποτέλεσμα ν’ απωλέσουν εμάς.
Διαφυγόντες λοιπόν ασφαλώς από εκεί, λίγο αργότερα συνηντήθημεν με τ’ άλλα δύο Α/Τ και με το φως της ημέρας αγκυροβολήσαμεν στο εσωτερικόν του όρμου της ομάδος νήσων ΓΕΝΤΙ ΑΤΑΛΑ, όπου παρεμείναμεν όλην την ημέραν χωρίς ενοχλήσεις από Γερμανούς ή Τούρκους. Μετά από μιά τέτοιαν ολονύκτιον διασκέδασιν, ήταν λογικόν να επιζητηθή ολίγος χρόνος αναπαύσεως.
Το ηθικόν του πληρώματος ήταν άριστο και οι άνδρες ενεθυμήθησαν το παλαιό τραγούδι: “Δεν ξαναπάω στην Κάλυμνο”, που ετραγουδούσαν όμως σε παράφρασιν με τα λόγια: “Άλλη μια βραδυά στην Κάλυμνο”. Αυτό γιατί λόγω εχθρικής πιέσεως η πρώτη ομάς δεν είχεν καταφέρει να εισέλθη στη Λέρο την προηγούμενη νύκτα και η επιχείρησις θα έπρεπε οπωσδήποτε να επαναληφθή εξ αρχής. Τα πυρομαχικά της Αγγλικής Φρουράς της Λέρου εξηντλούντο και έπρεπε, πάση θυσία, εκείνην την νύκτα να εφοδιασθούν επιτυχώς.
Ο Διοικητής εσήμανε τις προθέσεις του, που συνίσταντο στο αναμενόμενον ότι εμείς θα εκινούμεθα πάλι στην περιοχήν της Καλύμνου – επαληθεύοντας το τραγούδι των ναυτών μας – και μάλιστα αυτή τη φορά θα έπρεπε να προκαλέσουμε ακόμη περισσότερον θόρυβον, ώστε να προσελκύσωμεν την προσοχήν του εχθρού καθ’ ολοκληρίαν. Στο σήμα αυτό ο Κυβερνήτης μας απήντησεν προς τον Άγγλον Διοικητήν να μην ανησυχή διόλου όσον αφορά την παραγωγή θορύβου, γιατί αν είναι κάτι για το οποίον φημιζόμεθα εμείς οι Έλληνες είναι ότι είμεθα θορυβώδεις.
Πρό του απόπλου εκλήθησαν οι αξιωματικοί του ΑΔΡΙΑ. Ο Κυβερνήτης έδωσεν τις τελευταίες του οδηγίες και αποχωρών μας είπε: “Κύριοι, σας εξήγησα ότι έχουμε ν’ αντιμετωπίσωμεν εχθρικά πλοία, τορπιλακάτους, αεροπλάνα, πυροβολεία και ναρκοπέδια. Ειλικρινώς λυπούμαι που δεν έχω να σας προσφέρω τίποτε περισσότερον”.
Με την δύσιν του ηλίου απεπλεύσαμεν και στις 22:00 ακριβώς θα ήρχιζε η διαδικασία της δημιουργίας θορύβου με βομβαρδισμούς άνευ στόχου, ρίψεις βομβών βυθού, κλπ. Όμως ο ΑΔΡΙΑΣ δεν επρόλαβεν, γιατί στις 21:56 ακριβώς και καθώς έπλεεν προς την αποστολήν του, συνεκλονίσθη από ισχυροτάτην διπλήν δόνησην. Μέσα σε ολίγα δευτερόλεπτα πραγματικής φρίκης η πρώρα του πλοίου μας απεκόπη πλήρως και ο πρώτος πύργος των πυροβόλων εξετινάχθη, προσκρούοντας βιαίως επί της γεφύρας. Παντού υπήρχαν πολλοί νεκροί και τραυματίαι, μερικοί δε εξ αυτών σε θανάσιμο εναγκαλισμό με παραμορφωμένα ελάσματα.
Σύντομα αντελήφθημεν ότι επρόκειτο περί νάρκης. Ο Κυβερνήτης, παρά τον καταιγισμό καταπιπτόντων ελασμάτων και την πρόσκρουσιν των δυο πυροβόλων του εκτιναχθέντος πύργου επί της ανοικτής γεφύρας, είχεν εκ θαύματος τραυματισθεί μάλλον ελαφρώς και μετεκινήθη ταχέως στην πρυμναίαν θέσιν διευθύνσεως. Επί του πλοίου επεκράτη απόλυτος σιγή, καθώς όλοι συνειδητοποιούσαν ότι τα πάντα εξηρτώντο από την ταχεία και ακριβή εκτέλεσιν διαταγών που θα έπρεπε να ηκούγοντο ευκρινώς. Όταν όμως η ησυχία διεκόπη από κάποια αναπόφευκτα βογγητά πόνου, ο Κυβερνήτης ανεφώνησεν: “Μην ξεχνάτε ότι είσθε Έλληνες!” και οι δυστυχείς τραυματίαι ηρωϊκώς εσίγησαν.
Εκείνην την στιγμήν ο οπτήρ αναφέρει Τ/Κ δεξιά! Αμέσως δίδεται η διαταγή στον πρυμναίο πύργο “έτοιμοι δια βολήν” και διαβιβάζεται η αναφορά του οπτήρος στο ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ, που αμέσως κινείται προς τον στόχον. Δεν επρόκειτο όμως περί Τ/Κ (τορπιλακάτου), αλλά περί του μόλις επιπλέοντος τμήματος της αποκοπείσας πρώρας του ΑΔΡΙΑ. Εάν αντί της διαταγής “έτοιμοι δια βολήν” είχε δοθεί “αρχίσατε πυρ”, τότε θα είχε συμβή το πρωτοφανές στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά φαινόμενο τα πρυμναία πυροβόλα να βυθίσουν την πρώραν του ιδίου πλοίου.
Με την ισχυροτάτην έκρηξιν της προσκρούσεως στην νάρκη εξετινάχθησαν στην θάλασσαν και τρεις ναύται μας, εκ των οποίων περισυνελέγησαν μόνον οι δύο και εν συνεχεία ερρίφθησαν μία σχεδία και σωσίβια για τυχόν άλλους εκτιναχθέντας. Στην περιπέτειαν του τρίτου – ο οποίος δεν περισυνελέγη – θα αναφερθώ παρακάτω.
Ο Διοικητής επί του ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ είδεν αμέσως την κακήν κατάστασιν του πλοίου μας και εσήμανε δύο φοράς: “παραβάλω δια να παραλάβω το προσωπικόν και εν συνεχεία το πλοίον θα βυθισθή”. Το σήμα όμως που έλαβεν από τον ΑΔΡΙΑ ήταν: “Να παραλάβετε τους τραυματίες, το πλοίο δεν θα βυθισθή, θα πλεύση προς τα Τουρκικά παράλια”. Τότε, καθώς το ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ εκινείτο προς τον ΑΔΡΙΑ για να παραβάλη, μία εκτυφλωτική λάμψις εφάνη προς το μέρος του και ύστερα από έναν ανατριχιαστικό συριγμό – κάτι σαν να ξεφυσούσε ένα τεράστιο κήτος – ήρθε να μας συγκλονίση μία εκκωφαντική έκρηξις. Το ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ είχεν ανατιναχθεί και στην συνέχεια βυθισθεί σχεδόν αύτανδρο…Προφανώς είμεθα παγιδευμένοι μέσα σε ναρκοπέδιον.
Με μεγάλον κίνδυνο προσκρούσεως και σ’ άλλην νάρκην, ο κολοβός από πρώρας ΑΔΡΙΑΣ εκινήθη με μεγάλη δυσκολία προς το σημείον ανατινάξεως του ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ, για την περισυλλογή τυχόν επιζώντων. Όμως, συντόμως κατέστη αδύνατον να παραμείνωμεν άλλο στην περιοχήν, καθώς το πλοίον ελάμβανε μεγάλην κλίσιν προς τα δεξιά και η πλοήγησις του ήταν άκρως δυσχερής λόγω παραμορφώσεως ελασμάτων στο πρωραίον τμήμα του. Βεβαίως, πάλι ερρίφθησαν σχεδίαι και σωσίβια για τους Άγγλους ναυαγούς, εάν υπήρχαν.
Καθώς απομακρυνόμεθα η κατάστασις του πλοίου μας ολοένα επεδεινούτο, με τα ύδατα να εισρέουν ζωντανά από το χάσμα που είχε δημιουργηθεί από την αποκοπήν της πρώρας. Η μόνη φρακτή που αντιστέκετο ήταν του λεβητοστασίου, η οποία εάν υπεχώρει τα ύδατα θα κατέκλυζαν το λεβητοστάσιον και θ’ ανετινάσσοντο οι λέβητες. Ο ΑΔΡΙΑΣ έπρεπε να πλεύση τάχιστα προς τα Τουρκικά παράλια, για να προσαράξη. Πού όμως;
Με την έκρηξιν, το γραφείον χαρτών διελύθη και χάρτες δεν υπήρχον. Επίσης η γυροσκοπική πυξίς είχεν καταστραφεί, οι μαγνητικές πυξίδες είχαν διαλυθεί, ακόμη και η μικρή επιλέμβιος πυξίς στην πρυμναίαν θέσιν διευθύνσεως είχε κατακερματιστεί. Ευτυχώς ήταν μία νύκτα σκοτεινή και έναστρος, οπότε δίδοντας μίαν απόκλισιν πορείας 90 μοιρών από του Πολικού Αστέρος εκινήθημεν με μικράν ταχύτηταν Ανατολικώς.
Αναγκαστικώς η διεύθυνσις του πλοίου εγένετο μόνον με τις μηχανές του, οπότε αυτό εκινείτο με σαρωτικούς ελιγμούς δεξιά και αριστερά, πράγμα που ενίσχυεν ανησυχητικώς την πιθανότητα να προσκρούσωμεν και σε άλλην νάρκην. Καθώς επλέαμε εναγωνίως προς την ακτήν ελπίζοντες στην ταχείαν εξεύρεσιν ασφαλούς σημείου προσαράξεως, η κλίσις του πλοίου ηύξανε με άμεσον πλέον τον κίνδυνον ανατροπής.
Μέσα στο βαθύ σκότος της νυκτός εκείνης, αίφνης παρετηρήθησαν – ως πυγολαμπίδες – κάποια μικρά φωτάκια που υπεδείκνυαν ίσως κάποιο ψαροχώρι όπου μάλλον θα υπήρχεν ομαλός αιγιαλός. Ο ΑΔΡΙΑΣ αμέσως κατευθύνθη προς τα φωτάκια αυτά και παρ’ όλο που κανείς μας δεν εγνώριζε πού ευρισκόμεθα, τελικώς προσηράξαμεν σε ομαλό αιγιαλό την πρωϊαν της 23ης Οκτωβρίου – 1:10 για την ακρίβειαν – και το πλοίον προσωρινώς εσώθη.
Όμως, ο βαρύτατα τραυματισμένος ΑΔΡΙΑΣ δεν θα εσώζετο εάν άπαντες οι μη τραυματίες και οι ελαφρώς τραυματισμένοι δεν ελειτούργουν με εντυπωσιακήν εντέλειαν και μίαν ψυχραιμίαν, σχεδόν σαν να ήταν απλό γυμνάσιο. Τα παρακάτω δύο μικρά παραδείγματα δίδουν μίαν πραγματικήν αίσθησιν αυτών που λέγω. Το ένα ήταν το επισκευαστικό θαύμα που επέτυχεν κάτω από φοβερήν πίεσιν το άγημα αντιμετωπίσεως βλαβών, με την στερέωσιν και στεγανοποίησιν της φρακτής του λεβητοστασίου. Το άλλο αφορά την εμμονή στο καθήκον του διόπου ηλεκτρολόγου υπηρεσίας. Ο άνδρας αυτός παρέμεινεν στο ηλεκτροστάσιον μέχρις ότου τα ύδατα έφθασαν στο στόμα του και έτσι το πλοίον μας δεν εστερήθη ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι της προσαράξεως του. Μόνον τότε ο αξιοθαύμαστος αυτός δίοπος εγκατέλειψε την υγράν θέσιν του.
Κυρίες και Κύριοι,
Από το σημείον αυτό ας μου επιτρέψετε ν’ αρχίσω με τον αφορισμόν “από Θεού άρξασθαι”. Η απίστευτος συρροή ευνοϊκών συγκυριών που επηκολούθησαν δεν πιστεύω ότι ήσαν απλώς τυχαίαι και η συνέχεια της διηγήσεως μου θα σας επιβεβαιώση του λόγου μου το αληθές.
Κατόπιν λοιπόν μιάς αγωνιώδους νύκτας, το πλοίο δυσκυβέρνητο και έτοιμο ν’ ανατραπή, επλεύσαμε σχεδόν στα τυφλά μέσα από ναρκοπέδιο και βρεθήκαμε προσηραγμένοι σε ομαλό αιγιαλό. Είμεθα μεν για την ώρα σώοι, αλλά χωρίς ναυτιλιακά βοηθήματα – όπως προανέφερα – η ακριβής θέσις μας ήταν άγνωστος και υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότης να είμεθα τραγικώς καθηλωμένοι στην παραλία μίας εκ των πολλών Γερμανοκρατούμενων νήσων της περιοχής. Ευτυχώς η πρόσθετος αυτή αγωνία δεν εκράτησεν πολύ, καθώς σύντομα ήρχισαν να συγκεντρώνωνται κάτοικοι στην ακτήν και με ανακούφισιν διεπιστώσαμεν ότι ωμιλούσαν Τουρκικά. Δεν γνωρίζω άν ήταν θαύμα, πάντως είμασταν επί ουδετέρου Τουρκικού εδάφους.
Ένας από τους ναύτες μας ωμιλούσε Τουρκικά και έτσι έγινε η πρώτη επικοινωνία μας με τους ντόπιους. Επληροφορήθημεν ότι ευρισκόμεθα στο χωριό ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ και μόλις δύο ώρας οδικώς από την πλησιεστέραν επαρχιακήν πόλιν, δηλαδή το ΜΠΟΝΤΡΟΥΜ ή για μας την αρχαία Αλικαρνασσό. Επίσης για την ιστορία, το ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ ευρίσκεται στην θέσιν της αρχαίας ΜΥΝΔΟΥ, γνωστής μέχρι και τούς Βυζαντινούς χρόνους για τα πλούσια μεταλλεία αργύρου που είχε, εξ ού και το όνομα του χωριού που σημαίνει στα Τουρκικά ΑΣΗΜΟΛΙΜΑΝΟ.
Καθώς η επαφή μας με τους ντόπιους προόδευε, σύντομα ανεκαλύψαμεν ότι πολλοί ωμιλούσαν καλά Ελληνικά και ήταν ιδιαιτέρως φιλικοί. Ήταν Τουρκοκρήτες που ευρέθησαν εκεί ύστερα από την τραγικήν ανταλλαγήν πληθυσμών που επηκολούθησε της Μικρασιατικής Καταστροφής του ’22. Αυτοί οι άνθρωποι, για όσους δεν γνωρίζουν, έτρεφαν μεγάλην συμπάθειαν προς τους Έλληνες και ενοσταλγούσαν πολύ την πατρίδα τους, δηλαδή την Κρήτην. Με μεγάλην προθυμίαν μας είπαν πολλά και χρήσιμα και έτσι εμάθαμεν ότι υπήρχεν Άγγλος Προξενικός υπάλληλος στο ΜΠΟΝΤΡΟΥΜ, με τον οποίον βεβαίως άμεσα επικοινωνήσαμεν τηλεφωνικώς. Αυτός μας επληροφόρησεν ότι στο ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ ευρίσκετο Έλλην έφεδρος αξιωματικός που υπηρετούσε ως Άγγλος πράκτωρ.
Επί του πλοίου, από την στιγμήν της προσαράξεως όλοι οι εκτός υπηρεσίας άνδρες, με επικεφαλής τον Ύπαρχον και τους Αξιωματικούς, είχαν επιληφθεί του δυσκόλου και ανατριχιαστικού έργου απεγκλωβισμού των τραυματιών που είχαν την ατυχίαν να ευρεθούν παγιδευμένοι ανάμεσα σε μάζες παραμορφωμένων ελασμάτων. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, γιατί ούτε εγώ αντέχω να τις φέρω στο μυαλό μου ξανά, αρκεί όμως να σας πώ ότι δυστυχώς υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου ο απεγκλωβισμός δεν κατέστη δυνατός. Επίσης, το ιατρείον και το φαρμακείον του πλοίου είχαν πλήρως καταστραφεί και έτσι ο ιατρός μας, μαζί με έναν νοσοκόμον και μερικούς αυτόκλητους ναύτες-νοσοκόμους, ηναγκάσθη να εκτελέση σειράν από επείγουσας επεμβάσεις και ακρωτηριασμούς σ’ ένα πρόχειρο χειρουργείον και δυστυχώς άνευ ναρκώσεως. Φαντασθείτε, το μόνον αντισηπτικόν που υπήρχε ήσαν κάποιες κολώνιες ξυρίσματος.
Καθ’ ον χρόνον εκείνη την νύκτα ο Κυβερνήτης επεσκέπτετο τους τραυματίες, έτυχεν η στιγμή όπου ο ιατρός ετοιμάζετο ν’ ακρωτηριάση το χέρι ενός Υπαξιωματικού Μηχανικού. Όταν ησθάνθη την ανάγκην να ενθαρρύνη τον εν λόγω Μηχανικόν, αυτός αμέσως του απήντησεν: “Τόσοι νεκροί Κύριε Κυβερνήτα, τι είναι ένα χέρι γιά την Πατρίδα”.
Εν μέσω όλων αυτών, ήρθεν και κάποια στιγμή το φώς της ημέρας. Ενωρίς εκείνην την πρωϊαν μας επεσκέφθη ο ΧΑΣΑΝ ΜΠΕΗΣ, ο οποίος δεν ήταν άλλος παρά ο Έλλην συμμαχικός πράκτωρ. Μέσω αυτού απεκατεστάθη η επικοινωνία μας με την Αλεξάνδρειαν, όπου αμέσως αναφέραμεν την τραγικήν απώλειαν του ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ, την ακριβήν θέσιν του ναρκοπεδίου και την δικήν μας τύχην.
Ύστερα από μίαν τόσον δραματικήν νύκτα και παρά το αντίξοον της όλης καταστάσεως στην οποίαν ευρισκόμεθα, η λειτουργία επί του πλοίου μας έμοιαζεν εκπληκτικώς με μίαν κανονικήν εν όρμω υπηρεσίαν. Ακόμη και σήμερα διερωτώμαι για αυτήν την απίστευτον ψυχραιμίαν που επεκράτει μέσα σε τόσο δύσκολες, τραγικές, αλλά και πολύ αβέβαιες συνθήκες.
Επίσης, καθώς ανακαλώ όλα αυτά τα γεγονότα ξανά στην μνήμη μου για να σας τα αφηγηθώ, εξακολουθώ να εκπλήσσωμαι για το πόση καλή τύχην είχαμε μέσα στην φοβερήν μας ατυχίαν. Από το σημείον της προσκρούσεως στην νάρκην επετύχαμε το σχεδόν ακατόρθωτο να διανύσωμεν 16 ναυτικά μίλια και να προσαράξωμεν, εντελώς συμπτωματικώς, στην πλέον ιδανικήν – δια τα τότε δεδομένα – ακτήν. Όχι μόνον δεν επέσαμε επάνω σε μία από τις παραπλήσιες υπό Γερμανικήν κατοχήν νήσους, αλλά στο “μέσον του πουθενά” όπου ευρέθημεν έτυχε να υπήρχουν ένας Έλληνας συμμαχικός πράκτωρ και Ελληνόφωνοι κάτοικοι που ήσαν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Τέλος, εξ ίσου θαυμαστόν είναι το γεγονός ότι παρ’ όλες τις πολλές και σοβαρές ιατρικές επεμβάσεις που έγιναν χωρίς στοιχειώδη ιατρικά εφόδια, ούτε ένας τραυματίας μας δεν υπέφερεν την παραμικράν επιπλοκήν. Ήσαν όλα αυτά τυχαία; Και έπεται συνέχεια…
Αργότερον την ιδίαν ημέραν μας επεσκέφθη Τούρκος Υπολοχαγός, ο οποίος μας ανέφερεν ότι εάν εντός 24 ωρών δεν αποπλεύσομεν, συμφώνως προς το Διεθνές Δίκαιον το πλοίον θα παροπλισθή. Ο Κυβερνήτης μας του απήντησεν ότι κατά το αυτόν Δίκαιον θα πρέπει να αποπλεύσωμεν όταν το πλοίον καταστή πλόϊμον. Βεβαίως η δήλωσις του αυτή δεν ήτο απολύτως ακριβής, αλλά διεμήνυεν υπαινικτικώς ότι οιαδήποτε κίνησις παροπλισμού εκ μέρους των Τούρκων θ’ αντιμετωπίζετο δι’ όλων των μέσων που διέθετεν ακόμη το πλοίον.
Η ουδετερότης της Τουρκίας και οι λεπτές γραμμές νομιμότητος της παρουσίας μας εκεί είναι μία ολόκληρος ιστορία στην οποίαν δεν θα εισέλθω για την οικονομίαν του χρόνου. Ίσως κάποιοι δισταγμοί των τοπικών αρχών, προερχόμενοι από τις πολυσύνθετες διακρατικές σχέσεις της Τουρκίας με τις εμπλεκόμενες δυνάμεις, να ήταν αυτό που μας εχάρισε τον πολύτιμον χρόνον που τελικώς απολαύσαμε με σχετικήν ηρεμίαν στο ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ. Βεβαίως η πίεσις των αρχών για να φύγουμε δεν ήταν ποτέ πολύ μακρυά, ενώ παράλληλα ο εχθρός – με την γνωστήν Γερμανικήν του συνέπειαν – μας έστελνε καθημερινώς το αναγνωριστικόν Α/Φ του, στις 12:00 και στις 16:00 ακριβώς. Έτσι επιβεβαίωνε την θέσιν μας, καθώς μας “περίμενε στη γωνία” μόλις τολμήσουμε να εγκαταλείψουμε την ουδέτερη αγκαλιά του όρμου. Μία περίεργη και δυσάρεστη αίσθηση οπωσδήποτε…
Την επομένην της προσαράξεως ενοικιάσαμεν έναν μικρόν χώρον στο ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ, όπου έγινεν η ταφή των νεκρών μας σε κοινόν τάφον και με λεπτομερές σχέδιον ταφής για την μελλοντικήν αναγνώρισιν των οστών. Επίσης απεδόθησαν όλες οι τιμές, με τους γνωστούς ναυτικούς συριγμούς και την ανάγνωσιν του προσκλητηρίου νεκρών.
Όλων οι καρδιές ήσαν σφιγμένες από το πένθος, αλλά καθώς ο πόλεμος χαρακτηρίζεται από έναν καταιγισμό αντικρουωμένων συγκινήσεων και συναισθημάτων, αργότερα την ιδίαν ημέραν ήρθαν και κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις για να μας απαλύνουν τον ψυχικόν μας φόρτον. Είδαμε την βενζινάκατον του ΧΑΙΡΓΟΥΩΡΘ να μας πλευρίζη με επιζώντες και στη συνέχεια, ένα καϊκι να μας φέρνη σώους τον τραυματία Άγγλον Διοικητήν και τον τρίτον ναύτη μας που δεν είχεν περισυλλεγεί την νύκταν της προσκρούσεως.
Καθώς ενωρίτερον σας υπεσχέθην την αφήγησιν της περιπέτειας του, ο ναύτης αυτός περιπλανόμενος εν μέσω σκότους με μίαν σχεδίαν, είχεν εντοπίσει τον τραυματία Διοικητήν και τον είχε μεταφέρει σώον στην παραλία κάποιας νησίδος, όπου όμως συνετρίβη η σχεδία. Έτσι ηναγκάσθη να τον αφήσει προσωρινώς εκεί. Στην συνέχειαν εκολύμβησεν μόνος όλην την νύκτα και σχεδόν όλην την επομένην ημέραν από ακτής σε ακτήν γιά να εξεύρη βοήθειαν. Ύστερα από πολλές απογοητεύσεις ανάμεσα στις ερημικές βραχονησίδες της περιοχής, επι τέλους συνήντησε ένα Ελληνικό καϊκι που προσεφέρθη να τον βοηθήση με την κάλυψιν της νυκτός. Όταν ήρθεν το σκότος, τότε ο ναύτης μας ωδήγησεν το καϊκι στο σημείον όπου ο Διοικητής – με σοβαρά κατάγματα στην σπονδυλικήν στήλην – ανέμενε στωϊκώς επί 44 ώρες. Μία συγκινητική ιστορία ανθρωπιάς, αλλά και ένας πραγματικός κολυμβητικός άθλος…
Επανερχόμενος στην τρέχουσαν αφήγησιν, ο Κυβερνήτης διέταξεν τους Αξιωματικούς, μ’ επικεφαλής τον Πρώτον Μηχανικόν, να εκπονήσουν σχέδιον επισκευών που θα καθιστούσε τον ΑΔΡΙΑ και πάλιν πλόϊμον. Εντός ολίγων ημερών το σχέδιον είχεν καταρτιστεί και απεστάλη – μέσω ΧΑΣΑΝ ΜΠΕΗ – στην Αλεξάνδρειαν, προς τελικήν έγκρισιν. Όταν ήρθε η έγκρισις, ο Κυβερνήτης ενήργησε δραστηρίως μέσω του Άγγλου Ναυτικού Ακολούθου που ευρίσκετο στην Σμύρνη και επετεύχθη η διάθεσις ενός ναυαγοσωστικού πλοίου. Εδώ πρέπει να διακόψω πάλι τον ειρμόν και να σας πώ δύο λόγια για τις κύριες ζημίες του πλοίου, μαζί με μία ακόμη μικρή ανθρώπινη ιστορία ανεκδοτικώς, σαν πινελιά της εποχής εκείνης.
Το πλοίον λοιπόν, εκτός από τις συνέπειες της αποκοπής της πρώρας του, είχε και ένα σοβαρό πρόβλημα με τα πυροβόλα του πρωραίου πύργου που είχαν εκτιναχθεί όρθια και κυριολεκτικώς εφάπτοντο επί της γεφύρας.
Εκτός λοιπόν από την στεγανοποίησιν και την ενίσχυσιν που θα έπρεπε να γίνει στο χάσμα του πρωραίου μέρους – μαζί με ένα εκτενές “μάζεμα” παραμορφωμένων ελασμάτων – θα έπρεπε επίσης να ευρεθή λύσις για τους 22 τόνους των δύο πυροβόλων μετά της βάσεως των, που όρθια σε μεγάλο ύψος συνέβαλαν πολύ στην αστάθειαν του πλοίου.
Καθώς λοιπόν εμελετάτο η όλη κατάστασις, εναυλώθη ένα καϊκι για να μεταφέρη τους Πρώτον Μηχανικόν, Αξιωματικόν Πυροβολικού και Άγγλον Σύνδεσμον του ΑΔΡΙΑ στην Σμύρνη, για να συζητήσουν τις λεπτομέριες της επισκευής με τον εκεί Άγγλον Ναυτικόν Ακόλουθον και έναν επίσης Άγγλον ναυπηγόν.
Όμως, καθ’ ον χρόνον έπλεαν προς την Σμύρνην το καϊκι εβλήθη από Τουρκικό φυλάκιο και παρεδόθη, με αποτέλεσμα η φρουρά να συλλάβη τους τρείς αξιωματικούς του ΑΔΡΙΑ και να τους παραδώση στην τοπική Χωροφυλακή. Εκεί ερρίφθησαν σ’ ένα βρωμερότατο κελί όπου οι χωροφύλακες τους συμπεριεφέρθησαν βαναύσως και τους αφήρεσαν και όλα τους τα τιμαλφή. Μπορείτε μόνοι σας να φαντασθήτε τις συνθήκες που επικρατούσαν σε μία Τουρκική φυλακή το 1943.
Ευτυχώς, σε μερικές ημέρες και ύστερα από περιπεπλεγμένες διαδικασίες και απιθάνους συμπτώσεις, οι τρείς Αξιωματικοί εξηγοράσθησαν μέσω της διπλωματικής οδού και συνέχισαν την αποστολήν των στην Σμύρνη και κατόπιν στον ΑΔΡΙΑ.
Όμως το πραγματικόν ενδιαφέρον της ανεκδότου αυτής ιστορίας δεν είναι όλα τα παραπάνω, αλλά το τι συνέβη όταν τελικώς επέστρεψαν με τον ΑΔΡΙΑ στην Αλεξάνδρειαν. Εκεί όλοι μας εφθάσαμεν χωρίς χρήματα, αφού το ταμείο του πλοίου είχεν ακολουθήσει την πρώραν στον βυθόν, μαζί και με το μεγαλύτερο μέρος της ενδιαίτησης πληρώματος και Αξιωματικών. Καθώς λοιπόν οι δύο Έλληνες Αξιωματικοί της μικρής ιστορίας μας έπρεπε να πληρώσουν για την αναγκαστικήν διαμονήν τους σε ξενοδοχείο και για να ξανα-αγοράσουν τις στολές που έχασαν όταν βυθίστηκαν οι καμπίνες τους, επήγαν επειγόντως για να εισπράξουν μισθούς από το ανάλογο γραφείο του Ναυαρχείου. Τότε έμαθαν με μεγάλην έκπληξιν ότι ήσαν χρεωμένοι 1000 λίρες έκαστος και αυτό, όταν ο μισθός τους ήταν τότε περίπου 30 λίρες το μήνα. Είχαν προφανώς χρεωθή τα χρήματα της εξαγοράς τους από τους Τούρκους…
Επανέρχομαι στο ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ…Με την βοήθειαν του ναυαγοσωστικού πλοίου επετεύχθη τελικώς η αποκοπή των περισσοτέρων παραμορφωμένων ελασμάτων, η ενίσχυσις των κρισιμοτέρων αδυνάμων σημείων και ο εγκιβωτισμός του χάσματος του πρωραίου τμήματος μ’ ενισχυμένο τσιμέντο ταχείας πήξεως. Όσο για τα πυροβόλα, άν και παρέμειναν όρθια, καταφέραμεν να τα χαμηλώσωμεν τόσον, ώστε να μειωθή σημαντικώς το πρόβλημα ευσταθείας που προεκάλουν. Ο τρόπος που αυτό επετεύχθη δεν έχει αξίαν ν’ αναφερθή καθώς είναι αρκετά περίπλοκος στην εξήγησιν του. Τέλος, κατεσκευάσθη και ένα μικρόν μνημείον με σταυρόν για την σήμανσιν του κοινού τάφου των νεκρών μας, στην βάσιν του οποίου ανεγράφη:
ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ
Πεσόντες υπέρ πατρίδος εκ του πληρώματος του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ
22α Οκτωβρίου 1943.
Η διαφυγή προς την Αλεξάνδρεια.
Σε περίπου ένα μήνα από της προσαράξεως είχαν σχεδόν αποπερατωθεί οι επισκευές μας. Βεβαίως το πλοίον είχε την ανάγκην περισσοτέρων επισκευών, αλλά η εκτέλεσις των θα μας καθυστερούσε τόσον ώστε ν’ αναγκασθούμε ν’ αποπλεύσωμεν εν μέσω χειμώνος και κακοκαιριών, όπου το τραυματισμένον πλοίον μας – που ήταν προχείρως επισκευασθέν – δεν θα ηδύνατο ν’ ατεπεξέλθη. Ούτως ή άλλως οι χρόνοι ήσαν ήδη οριακοί και έτσι, σαν ημερομηνία απόπλου απεφασίσθη η 1η Δεκεμβρίου.
Βεβαίως, έπρεπε τώρα να ετοιμαστή ένα πολύ προσεκτικό σχέδιο φυγής. Οι πληροφορίες μας ανέφερον ότι στην περιοχήν υπήρχαν 3 ή 4 Γερμανικά Α/Τ και 10 Τ/Κ, η δε μία εξ αυτών συχνά περιέπλεεν έξωθεν του όρμου του ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ. Η από αέρος υπεροχή του εχθρού, όπως ήδη εγνωρίζαμεν, ήταν απόλυτος και επίσης στην Κω και στη Ρόδο υπήρχαν ισχυρότατοι προβολείς και εγκαταστάσεις ΡΑΝΤΑΡ. Εάν μας εντόπιζαν προτού εισέλθομεν εντός της ακτίνος των συμμαχικών καταδιωκτικών, δηλαδή κατά το πέρασμα για την Κύπρον, δεν θα είχαμε καμμίαν ελπίδαν…
Το σχέδιον φυγής που τελικώς εξεπονήθη είχεν ως εξής. Κατά το κρίσιμον σημείον της νυκτερινής εξόδου μας από τον όρμον του ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ, θα έπρεπε να γίνη παράλληλος αεροπορική επιδρομή με βομβαρδιστικά στην Κω, ούτως ώστε ν’ αποφευχθή η αφή του εκεί προβολέως και να επικεντρωθή η προσοχή των Γερμανών στην δική τους προστασία. Όλος ο πλους της φυγής μας θα εγένετο πάντα κατά την διάρκειαν νυκτός και όσον το δυνατόν πιό κοντά στις Τουρκικές ακτές ώστε να μην μας διακρίνουν τα Γερμανικά ΡΑΝΤΑΡ.
Η κίνησις του πλοίου θα εγένετο με την πρύμναν και επομένως θα ήταν ιδιαιτέρως αργή, αλλά έπρεπε να προστατευθή το ευπαθές πρωραίον μέρος του. Επειδή τμήμα των δεξαμενών πετρελαίου είχε καταστραφή κατά την αποκοπήν της πρώρας, δεν θα ήταν δυνατόν να φορτωθή επαρκές πετρέλειο για να φτάσωμεν στην Κύπρον και για τούτο θα έπρεπε να επανα-πετρελαιεύσωμεν στο Καστελλόριζον. Δεδομένης της μικράς ταχύτητος προχωρήσεως του πλοίου, υπελογίσθη ότι στο πρώτο σκέλος της φυγής μας το φώς της ημέρας θα μας κατελάμβανε περίπου στο ύψος της Ρόδου. Έτσι επελέγη ο όρμος Λώρυμα – που είναι ακριβώς απέναντι της – για να διημερεύσωμεν και με το σκότος, πάλιν να συνεχίσωμεν προς το Καστελλόριζον.
Αφού στο πλοίο μας δεν υπήρχαν ναυτιλιακά βοηθήματα και θα έπρεπε να πλεύσουμε με μεγάλην ακρίβειαν σε υπερβολικά μικρήν απόστασιν από τις ακτές, ήταν οπωσδήποτε αναγκαίον κάποιος να μας πλοηγήση. Προς τούτο θα έπρεπε να διατεθή ακτοφυλακίς που να προπορεύεται και για μίαν στοιχειώδη προστασίαν, θα εχρειάζοντο μία ή δύο ακόμη ακτοφυλακίδες.
Τέλος, κατά την νύκτα του απόπλου μας θα έπρεπε να απενεργωποιήσωμεν το Τ/Φ (τηλέφωνο) του Σταθμού Χωροφυλακής του ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ, ώστε ν’ αποκοπή η επικοινωνία με το ΜΠΟΝΤΡΟΥΜ όπου υπήρχον Γερμανοί πράκτορες σε επαφή με την Κω. Το σχέδιον αυτό εστάλη στην Αλεξάνδρεια και ενεκρίθη ως είχεν.
Την 30ην Νοεμβρίου, δηλαδή την παραμονήν του απόπλου μας, είχε προσκληθεί από την Σμύρνην ιερεύς για να ψαλή επιμνημόσυνος δέησις και ν’ αποχαιρετίσωμεν τους νεκρούς μας.
Τα χαράματα της 1ης Δεκεμβρίου παρέβαλε μία Αγγλική ακτοφυλακίς. Ο Κυβερνήτης της επεβιβάσθη του ΑΔΡΙΑ, όπου του εξηγήθη λεπτομερώς το σχέδιον φυγής και αυτός με την σειράν του μας επληροφόρησεν ότι δύο επί πλέον ακτοφυλακίδες θα μας συναντούσαν κατά την έξοδον μας από τον όρμον.
Καθώς ο απόπλους μας επλησίαζεν, η εντολή προς όλους ήταν να μην αλλάξουν καθόλου οι καθημερινές συνθήκες της ζωής του πλοίου, κυρίως για να μην προϊδεάσωμεν τυχόν εχθρικούς παρατηρητές. Έτσι, όλοι οι εκτός υπηρεσίας άνδρες εξήλθον του πλοίου κανονικώς και περπατούσαν στην παραλία ή επήγαν στο μοναδικό καφενείο του χωριού. Δηλαδή, “σαν να μην τρέχει τίποτε”…
Ολίγον πρό του απόπλου, μία ομάς απενεργοποίησε αιφνιδιαστικώς το Τ/Φ της Χωροφυλακής και εν συνεχεία επέβη επί του πλοίου. Επίσης επέβησαν ο Άγγλος ναυπηγός που εβοήθησεν κατά την επισκευήν και ένας ειδικός ναυαγοσώστης. Όταν πλέον αρχίσαμεν να λύωμεν τους κάβους, τότε το χωριό αντελήφθη ότι φεύγομε και πολλοί Τουρκοκρήτες έσπευσαν στην παραλίαν και ήρχισαν να μας αποχαιρετούν ενθέρμως, κουνώντας τα χέρια τους και ευχόμενοι συγκινητικώς: “Η Παναγιά μαζί σας”…
Ήταν η ώρα 21:00 όταν τελικώς απεπλεύσαμεν, αφήνοντας πίσω μας το φιλόξενο ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ να επανέλθη στην ήσυχη ζωήν του. Ο ΑΔΡΙΑΣ όμως αντιμετώπισε μεγάλην δυσκολίαν κατά την έξοδον του από τον όρμον και ήταν προφανές ότι το πλοίο δεν εκυβερνάτο κινούμενο με την πρύμναν. Χωρίς τον παραμικρόν δισταγμόν ο Κυβερνήτης απεφάσισεν να στρέψη το πλοίον ώστε η κίνησις από τούδε και στο εξής να γίνεται με την πρώραν. Τούτο βεβαίως ενείχεν τον μεγάλον κίνδυνον να μην ανθέξη το επισκευασθέν πρωραίο μέρος και η όλη προσπάθεια μας ν’ αποβή ματαία…
Έτσι ο ΑΔΡΙΑΣ ήρχισε να προχωρή με την πρώραν του και με μίαν παράξενον μεγαλοπρέπειαν κατευθύνετο αργά-αργά προς τον όρμον Λώρυμα. Η μία ακτοφυλακίς προεπορεύετο, με τις δύο άλλες να καλύπτουν την δεξιάν μας πλευράν και αριστερά μας. Πολύ κοντά ήσαν τα Μικρασιατικά παράλια. Η νύκτα ήταν σκοτεινή, με χαμηλήν νέφωσιν και υπήρχε αρκετός κυματισμός. Η ορατότης ήταν σχετικώς περιορισμένη και ο καιρός έδειχνε ότι μάλλον θα επεδεινούτο.
Πρέπει εδώ να σας αναφέρω παρενθετικώς ότι καθ’ όλην την διάρκειαν του πλού μας κοντά στις ακτές της Τουρκίας και μέχρις ότου εβγήκαμε επιτέλους ανοικτά για την Κύπρο, τα Τουρκικά φυλάκια σποραδικώς έβαλον εναντίον μας. Ευτυχώς, οι επιθέσεις αυτές δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, αν βεβαίως εξαιρέσωμεν την συχνήν όχλησιν και μερικές μικρές οπές στην υπερκατασκευήν μας.
Καθώς επλησιάζαμεν με πολύ μεγάλην προσοχήν την περιοχήν της Κω, αίφνης ήναψεν ο ισχυρότατος προβολέας της και παρ’ ολίγον να μας φωτίση καθώς ηρεύνα επιμόνως προς την πλευράν μας. Προφανώς οι καιρικές συνθήκες είχαν ματαιώσει τον προγραμματισμένο αεροπορικό βομβαρδισμό που θα εκάλυπτε την διαφυγήν μας από εκείνο το δύσκολο σημείο και είμεθα πραγματικώς έκθετοι. Ευτυχώς η αγωνία μας αυτή έληξε συντόμως, με την ξαφνικήν εμφάνισιν ενός κατάφωτου Γερμανικού νοσοκομειακού πλοίου. Αφήνοντας αμέσως την έρευνα, ο προβολεύς – προς διευκόλυνσιν του νοσοκομειακού – επεκεντρώθη στον φωτισμόν του διαύλου και έτσι εμείς διεφύγαμεν της προσοχής. Βέβαια, διερωτάται κανείς και πάλιν πόσον τυχαίον ήτο αυτό…
Μόλις ηρεμήσαμε απ’ αυτήν την λαχτάρα, ήρθε η επιδείνωσις των μετωρολογικών συνθηκών. Αν και η χειροτέρευσις της ορατότητος συνέβαλε στην απόπειρα να περάσωμεν κυριολεκτικώς “κάτω από την μύτη του εχθρού”, η σύγχρονος επίτασις της θαλασσοταραχής μας προσέθεσεν μεγάλην ανησυχίαν για την αντοχήν του πλοίου. Το επισκευασθέν τμήμα της πρώρας είχεν ήδη αρχίσει να διαρρέη και να καθιστά τον ΑΔΡΙΑΝ έμπρωρον. Όλες οι αντλίες είχαν τεθεί σε λειτουργία, ακόμη και οι χειροκίνητες.
Καθώς η ευστάθεια εχειροτέρευε, ο Άγγλος ναυπηγός ανέφερεν πιεστικώς στον Κυβερνήτην ότι το πλοίον αποκλείεται ν’ ανθέξη άλλο και θα έπρεπε να εγκαταλειφθή. Όταν όμως η εμμονή του σ’ αυτήν την άποψιν κατέστη όχλησις, ο Κυβερνήτης με πολύ αυστηρό τόνο του είπεν: “Σας ήκουσα κύριε και σας ευχαριστώ, αλλά ο Κυβερνήτης είμαι εγώ, πηγαίνετε!”.
Το μόνο που δεν χρειαζόταν εκείνην την στιγμήν ο Κυβερνήτης μας ήταν κάποιον που επιμόνως να του επαναλαμβάνη κάτι για το οποίον όλοι αγωνιούσαμε, αλλά ηρνούμεθα να πιστέψωμεν ότι ήταν δυνατόν να συμβή. Δηλαδή, το να χαθή ο ΑΔΡΙΑΣ μας…
Ήταν η ώρα 06:00 καθώς προέβαλε αδύναμο το λυκαυγές, η νέφωσις ήταν ακόμη πιο χαμηλή από την προηγούμενη νύκτα και η ορατότης πολύ κάτω των 200 μέτρων. Την στιγμήν εκείνην απήχαμε μόλις 20 λεπτά από τον πρώτον προορισμόν μας και τώρα έπρεπε “με νύχια και με δόντια” να κρατήσωμεν το καράβι έως ότου καταφέρομεν να το προσαράξωμεν στον όρμον Λώρυμα. Καθώς θα είχαμε μίαν ολόκληρον ημέραν εκεί, θα επαναεπισκευάζοντο κατά το μέτρον του δυνατού οι ζημίες και έπειτα, ο Θεός βοηθός…
Στις 06:20 την πρωϊαν της 2ας Δεκεμβρίου ο ΑΔΡΙΑΣ προσήραξε για μίαν ακόμη φοράν στα Τουρκικά παράλια. Σαν μανιακοί και χωρίς να αναμείνουν διαταγήν, οι άνδρες του αγήματος αποκαταστάσεως βλαβών ώρμησαν στο πρωραίον τμήμα. Εκείνη την ημέρα άπαντες, υπό τις οδηγίες του Πρώτου Μηχανικού, του Άγγλου ναυπηγού και του ναυαγοσώστη, επεδόθησαν με πολύ μεγάλην ψυχήν στο έργον της αποκαταστάσεως του αναπήρου, αλλά ακόμη περήφανου ΑΔΡΙΑ.
Επίσης, ήλθαμε σε επαφή και με τους ολίγους κατοίκους της περιοχής του όρμου, που ήσαν 5 Έλληνες Μικρασιάτες βοσκοί και ένας Άγγλος πράκτωρ. Μέσω του τελευταίου διεμηνύσαμεν στην Αλεξάνδρειαν ότι το πρώτον σκέλος του σχεδίου φυγής είχεν ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Περί την μεσημβρίαν με ανησυχίαν ηκούσαμε βόμβον Α/Φ, αλλά η χαμηλή νέφωσις μας εκάλυψεν πλήρως. Αργά το απόγευμα οι πυρετώδεις επισκευές μας εσταμάτησαν και ό,τι ήτο δυνατόν να γίνη έπρεπε τώρα να επαρκέση. Η κακή ορατότης που επικρατούσε ευλόγως ενεθάρρυνε τον Κυβερνήτην να διακινδυνεύση ενωρίτερον απόπλουν για το Καστελλόριζο, δηλαδή καθώς θα έδυεν ο ήλιος. Έτσι θα προελάμβανε ο ΑΔΡΙΑΣ να περάση από την περιοχή εμβέλειας του προβολέα της Ρόδου ακριβώς κατά το λυκόφως, όταν δηλαδή θα ήταν οι συνθήκες ιδανικές για να μην μας διακρίνουν οι Γερμανοί.
Καθώς εξερχόμεθα του όρμου ο άνεμος είχε κάπως κοπάσει, αλλά υπήρχε ακόμη αρκετή θαλασσοταραχή. Ενώ διαπλέαμεν από το πλέον κρίσιμον σημείον, ο προβολεύς της Ρόδου ήναψε και ήρχισεν να ερευνά επισταμένως προς την πλευράν μας. Το αίμα μας επάγωσεν όταν μας εφώτισεν δύο ή τρίς φορές, αλλά και πάλι για καλήν μας τύχην δεν μας διέκριναν. Στο λυκόφως, το γκρίζο χρώμα του πλοίου με το γκρίζο της θαλάσσης και του νεφοσκεπούς ουρανού μας είχεν κάνει σχεδόν αόρατους.
Έτσι διεφύγαμεν τον μεγάλον κίνδυνον εντοπισμού από την Ρόδο και καθώς η τύχη εξηκολούθησε να μας ευνοή, η θάλασσα ήρχισεν να ημερεύη και ο πλούς μας να γίνεται άνετος. Βεβαίως όχι όσον θα ήθελεν κανείς, αφού οι Τ/Κ του εχθρού περιπολούσαν διαρκώς στην περιοχή αυτή και οπωσδήποτε δεν ήσαν μακρυά μας.
Επίσης, για να μην απαλλαγούμε τελείως από το άγχος, υπήρχε και η ακανθώδης έγνοια του κατά πόσον θα επαρκούσε το πετρέλαιον μας μέχρι το Καστελλόριζον. Αυτό γιατί εκείνα τα τελευταία αγωνιώδη 20 λεπτά προ της προσαράξεως μας στον όρμο Λώρυμα, είχεν απορριφθεί αρκετόν πετρέλαιον στην θάλασσαν για να κρατηθή το πλοίον. Άν δεν μας έφθανε τώρα, είμεθα εντελώς καταδικασμένοι…
Καθώς εχάραζεν το λυκαυγές, εφάνησαν στην πρώραν μας δυο Α/Τ που ήσαν τα ΤΖΕΡΒΙΣ και ΠΕΝΝ. Ο Διοικητής του 14ου Στολίσκου – που επέβαινε στο πρώτον – μας εσήμανε να πλεύσωμεν αμέσως στον Τουρκικόν όρμον ΚΑΚΑΒΑ, μόλις ολίγα μίλια ανατολικώς του Καστελλορίζου. Εκεί τους συναντήσαμεν κατά την 9ην πρωϊνήν της 3ης Δεκεμβρίου και παρεβάλαμεν στο ΤΖΕΡΒΙΣ για να παραλάβωμεν πετρέλαιον. Στον όρμο ήταν επίσης αγκυροβολημένο και ένα μεγάλο ρυμουλκό ανοικτής θαλάσσης, που είχε σταλεί εκεί από την Αλεξάνδρεια για να μας ρυμουλκήση.
Στις 2:00 μ.μ. ένα Γερμανικόν αναγνωριστικόν επέταξεν πολύ χαμηλά από επάνω μας και η ακριβή θέσις μας ήταν πλέον γνωστή στον εχθρόν. Τότε απεφασίσθη – αντί της νυκτός – ο απόπλους για την Κύπρον να γίνη ενωρίς το απόγευμα, με απ’ ευθείας έξοδον προς το ανοικτόν πέλαγος. Τοιουτοτρόπως, μέχρι της δύσεως του ηλίου θα μας εδίδετο η ευκαιρία – αν και ρυμουλκούμενοι – να έχωμεν απομακρυνθή όσον το δυνατόν περισσότερον από την περιοχήν εντοπισμού μας. Η ριψοκίνδυνος αυτή απόφασις εστηρίχθη στην απλήν λογικήν ότι οι Γερμανοί δεν θα εφαντάζοντο ποτέ ότι ένα πλοίον στην κατάστασιν του ΑΔΡΙΑ θα ετόλμα – και μάλιστα μήνα Δεκέμβριον – να επιχειρήση έξοδον στο ανοικτόν πέλαγος, οπότε βέβαιοι θ’ ανέμεναν μίαν νυκτερινήν απόπειραν διαφυγής του κατά μήκος των Τουρκικών ακτών.
Στις 16:30 και καθώς οι Γερμανοί θα εσχεδίαζαν με ακρίβειαν την νυκτερινήν τους επίθεσιν, ο ΑΔΡΙΑΣ απέπλευσεν ρυμουλκούμενος από την πρύμναν και εξήλθε του όρμου συνοδευόμενος από τα δύο Α/Τ και τις τρείς ακτοφυλακίδες. Συντόμως διεπιστώθη ότι η από πρύμνης ρυμούλκησις ήταν πολύ βραδεία και δυσχερής, κυρίως λόγω των παραμορφωμένων ελασμάτων. Ευτυχώς η θάλασσα ήταν ήρεμος, αλλά με την βελτίωσιν των καιρικών συνθηκών το αυτό ίσχυε και για την ορατότητα, πράγμα πολύ ανησυχητικό για μας. Έφθανε άλλο ένα αναγνωριστικόν Α/Φ για να προδοθή το σχέδιον μας, αλλά οι Γερμανοί ευτυχώς επέδειξαν την αναμενόμενην συμπεριφοράν και ήδη γνωρίζοντες την θέσιν μας, απλώς εθεώρουν ότι δεν θα εκινούμεθα από εκεί προτού επέλθει το σκότος.
Όταν περί ώραν 20:00 μία μεγάλη έκτασις κατά μήκος των Τουρκικών ακτών έλαμψεν με τα φωτιστικά του εχθρού, εμείς ήδη ευρισκόμεθα μόλις μερικά μίλια Δυτικώς από την περιοχήν ερεύνης του. Περισσότερον ακόμη και από όσον είχαμεν φανταστεί, οι μεθοδικοί Γερμανοί επεκέντρωσαν την προσοχήν τους μόνον στις πλέον πιθανολογούμενες κατ’ αυτούς θέσεις μας, επιδεικνύοντας απόλυτον βεβαιότητα για τον νυκτερινόν απόπλουν του ΑΔΡΙΑ και την κίνησιν του κατά μήκος των ακτών. Άν και δεν ευρισκόμεθα ακόμη σε απολύτως ασφαλήν απόστασιν, η υπόθεσις του Κυβερνήτου μας επεβεβαιώθη πλήρως, αφού ουδείς από την πλευράν του εχθρού εσκέφθη να ερευνήση ολίγον Δυτικότερον και προς το ανοικτόν πέλαγος.
Μη δυνάμενοι λοιπόν να μας εντοπίσουν, οι Γερμανοί δυστυχώς έστρεψαν την οργήν τους προς το Καστελλόριζον και το εσφυροκόπησαν με μεγάλην αγριότητα. Ακριβώς την ώραν που διεδραματίζετο η επίθεσις αυτή και ο εχθρός ευρίσκετο εν πλήρη εγρηγόρσει, αίφνης ανέτειλε μία φωτεινοτάτη σελήνη και για ακόμη μίαν φοράν είμεθα ευάλωτοι στον εντοπισμόν. Ευτυχώς, πάλιν δεν μας είδαν και μέσα μας όλοι προσευχηθήκαμεν για τους άτυχους νησιώτες που εκείνην την νύκτα εισέπραξαν αυτό που προωρίζετο για εμάς. Αλλά αυτή είναι η τραγωδία του πολέμου, που στην δίνη του παρασύρει όλους – αθώους και μή – και πολύ συχνά η ευτυχία του ενός γίνεται δυστυχία του άλλου…
Ο πλούς μας συνεχίσθη όλην την νύκτα χωρίς άλλα επεισόδια και όταν η παρ’ ολίγον προδοτική σελήνη ήρχισεν να δύη, τότε ηκούσθη ένας ναύτης μας να λέγη μεγαλοφώνως: “Μην ξανακούσω κανένα κερατά να μιλάει για φεγγάρια και ρομάντζες γιατί θα τον…” και σταματώ εκεί…
Την πρωϊαν της 4ης Δεκεμβρίου, με μεγάλην ανακούφισιν είδαμε δύο καταδιωκτικά ΣΠΙΤΦΑΪΕΡ και ένα αεροσκάφος ανθυποβρυχιακής ερεύνης και είχαμε επιτέλους εισέλθει εντός ακτίνος συμμαχικής αεροπορικής καλύψεως. Η δυσχερής ρυμούλκησις του ΑΔΡΙΑ συνεχίζετο με την ίδιαν απελπιστικώς βραδείαν πρόοδον, αφού από το προηγούμενο απόγευμα μόλις είχαμε καλύψει 65 μίλια. Τότε ο Κυβερνήτης του ΑΔΡΙΑ εζήτησεν την άδειαν του Διοικητού να πλεύσωμεν δι’ ιδίων μέσων. Η άδεια εδόθη και ελεύθερος από το ρυμουλκόν ο ΑΔΡΙΑΣ επέτυχεν ταχύτητα 10,5 κόμβων. Ήταν ευτυχώς γαλήνη και το πρωραίον τμήμα άντεχε καλώς.
Στις 19:30 καταπλεύσαμεν στην Λεμεσόν. Αμέσως παρεβάλαμεν σε πετρελαιοφόρον και σε ολίγες μόνον ώρες θα απεπλέαμεν για την Αλεξάνδρεια. Τα δύσκολα είχαν πλέον περάσει, πράγμα που επιβεβαίωσεν και ο Κυβερνήτης στην γενικήν κλήσιν που διέταξε, όπου συνεχάρη τους πάντες για την καλήν εκτέλεσιν του καθήκοντος των.
Είναι πολύ δύσκολον να περιγράψω τα συναισθήματα εκείνης της ημέρας. Πάντως, το απίθανον του τι επετεύχθη σίγουρα δεν είχεν ακόμη πλήρως συνειδητοποιηθεί από εμάς τους νεώτερους, αλλά όταν είναι κανείς νέος δεν εμβαθύνει και τόσον στην σκέψιν του. Απλώς δρά και μεταθέτει τις μεγάλες αναλύσεις των εμπειριών του δι’ αργότερον στην ζωήν του. Έτσι, παρά την τετραήμερον αϋπνίαν και τις έντονες συγκινήσεις που όλοι ζήσαμε κατά την διάρκειαν αυτής της μικρής Οδύσσειας, τώρα στα καταστρώματα έβλεπες νεαρά παιδιά με πρόσωπα γελαστά και χαρούμενα.
Την 4ην πρωϊνήν της 5ης Δεκεμβρίου και συνοδεία των άλλων Α/Τ, απεπλεύσαμεν για την Αλεξάνδρειαν, Όταν τα Α/Τ ΕΞΜΟΥΡ και ΩΝΤΕΝΑΜ ήρθαν ν’ αντικαταστήσουν τα ΤΖΕΡΒΙΣ και ΠΕΝΝ, ο αποχωρών Διοικητής έστειλεν το ακόλουθο σήμα στον ΑΔΡΙΑ: “Καλό ταξείδι. Όλοι θαυμάζομεν την υπέροχον προσπάθειαν να φυγαδεύσετε το πλοίον σας”. Παρόμοιο σήμα εστάλη και από το ΠΕΝΝ.
Ο πλούς μας προς την Αλεξάνδρειαν εχαρακτηρίσθη από έναν πραγματικόν οργασμόν μπουγάδας. Άν εξαιρέσωμε μίαν σχετικήν λαχτάραν κατά την διάρκειαν της ημέρας – όταν επεδεινώθη ο καιρός και εχρειάσθησαν πάλιν οι αντλίες – η μπουγάδα συνεχίσθη ολημερίς και η νύκτα μας ηύρεν να πλέωμεν ηρέμως και με τον στάζοντα ιματισμόν να κρέμεται κυριολεκτικά από παντού. Έπρεπε την επομένην όλοι να είμεθα καθαροί γιά να παραταχθούμε αξιοπρεπώς κατά την είσοδον μας στην Αλεξάνδρεια, όπως αρμόζει σ’ ένα πολεμικόν πλοίον.
Η 6η Δεκεμβρίου εξημέρωσεν ηλιόλουστος και τολμώ να πώ πως όλοι μας νοιώθαμε την μεγάλην χάριν του Αγίου Νικολάου ολίγον περισσότερον από κάθε άλλον εκείνο το πρωινό. Με τον παραδοσιακόν σημαιοστολισμόν να κυματίζη προς τιμήν του προστάτη μας και με την Αλεξάνδρεια να φαίνεται ευκρινώς στο βάθος, ο ΑΔΡΙΑΣ είχεν επιτέλους σχεδόν φθάσει.
Εισερχόμενοι στον δίαυλον και κινούμενοι προς τον λιμένα, διετάχθη το “εις τάξιν αγκυροβολίας”. Βεβαίως άγκυρες δεν υπήρχαν δίχως την πρώραν, αλλά η διαταγή εσήμαινε παράταξιν του πληρώματος επί του καταστρώματος σαν να επρόκειτο να γίνη αγκυροβολία. Το πλήρωμα, με απαστράπτοντα ιματισμόν, κατέλαβε τις θέσεις του άψογον και υπερήφανον.
Στην καλυτέραν των περιπτώσεων αναμέναμεν με την άφιξιν μας κάποιαν θερμήν υποδοχήν από τους Έλληνες συμπολεμιστές μας, που επί 40 ημέρες με αγωνίαν παρηκολούθουν από εκεί την περιπέτειάν μας. Κανείς όμως από εμάς δεν εφαντάσθη ποτέ αυτά που επηκολούθησαν.
Κατ’ αρχάς και καθ’ όν χρόνον είμεθα ακόμη στον δίαυλον, μας επλησίασεν το ναρκαλιευτικόν ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ. Στο κατάστρωμα του ήσαν παρατεταγμένοι πολλοί ένστολοι Έλληνες υψηλόβαθμοι ναυτικοί και διεκρίναμε αμέσως τον Διοικητήν Αντιτορπιλλικών, τους άλλους Ανωτέρους Διοικητάς, τον Αρχιεπιστολέα Στόλου και το Επιτελείον του Αρχηγού. Περνώντας δίπλα μας ηκούσθησαν 3 βροντερές ζητωγραυγές κατά παραγγελίαν του Διοικητού Αντιτορπιλλικών και στην συνέχειαν οι Αξιωματικοί κινούσαν ζωηρώς τα πηλίκια των. Αμέσως το ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ αναστρέφει και μας ακολουθεί τιμητικώς, ενώ εδέχθημεν καταιγισμόν πολύ τιμητικών συγχαρητηρίων σημάτων από ολόκληρον την ηγεσίαν του Ναυτικού μας.
Καθώς επλησιάζαμεν στην είσοδον του λιμένος, είδαμε δύο βενζινακάτους που ήρχοντο ολοταχώς και μόλις μας έφθασαν, ανέστρεψαν και μας ηκολούθουν δεξιά και αριστερά μας στο ύψος της γεφύρας. Στην δεξιάν επέβαινε ο τότε Υπουργός Ναυτικών Σοφοκλής Βενιζέλος με τους αξιωματούχους του Υπουργείου του και στην αριστεράν ο Άγγλος Ναύαρχος ΠΟΛΑΝΤ με το Επιτελείο του.
Ο ΑΔΡΙΑΣ αμέσως εσήμανε ακινησίαν για ν’ αποδοθούν οι συνήθεις τιμές και κάποιοι από εμάς τους νεωτέρους ήρχισαν κάπως να συνειδητοποιούν ότι η αυτονόητος ως εκείνη την στιγμήν προσπάθεια μας να σώσουμε το πλοίον και τις ζωές μας ίσως να ήταν ένα ιδιαίτερον επίτευγμα. Οπωσδήποτε ήταν πρωτοφανές και συγκινητικόν να μας υποδέχονται με τόσον τιμητικόν τρόπον ο Υπουργός των Ναυτικών και όλη η Ελληνική Ναυτική ηγεσία, αλλά εδώ ήρθεν και ο Άγγλος Ναύαρχος της Αλεξανδρείας. Και δεν είχαμε δεί τίποτε ακόμη…
Καθώς εισερχόμεθα στον λιμένα, ο σηματοφορικός σταθμός της Αλεξανδρείας – ακριβώς απέναντι μας – ήρχισε να μεταβιβάζη το ακόλουθον σήμα από τον Αρχηγόν Στόλου της Μέσης Ανατολής, Ναύαρχον ΟΥΪΛΛΙΣ: “Πολύ ευτυχής που σας ξαναβλέπω. Η αποφασιστικότης σας να σώσετε το πλοίον σας παρηκολουθήθει με θαυμασμόν και σας συγχαίρω για το λαμπρόν κατόρθωμα”.
Η συγκινησιακή μας φόρτισις είχεν πλέον αρχίσει να γίνεται πολύ μεγάλη καθώς εξετυλίσσετο το μέγεθος της υποδοχής που μας επεφυλάσσετο απ’ όλους τους συμμάχους. Είναι ένα πράγμα να σε τιμούν οι δικοί σου, αλλά όταν σε παραδέχονται με τέτοιον μεγαλειώδη τρόπον και οι ξένοι, τότε νοιώθεις ότι συνέβαλες στο να τιμηθή η Ελλάς ολόκληρος. Τα πρόσωπα όλων μας ήρχισαν κυριολεκτικώς να λάμπουν από υπερηφάνειαν και πολλών τα μάτια ήταν βουρκωμένα.
Παραπλέοντες ένα Αγγλικόν καταδρομικόν ακριβώς κατά την είσοδον μας στον λιμένα, είδαμε το πλήρωμα του παρατεταγμένον και απαστράπτον. Πριν προλάβουμε να σημάνουμε ακινησίαν για να το τιμήσωμεν, τα μεγάφωνά του έδωσαν ένα παράγγελμα και χίλια καπέλα σηκώθηκαν ψηλά στον αέρα καθώς ηκούσθη βροντερώς “ΧΟΥΡΑ!” τρείς φορές. Δίπλα και αριστερά μας ένα Πολωνικόν Α/Τ, το ίδιο…και πάλι το ίδιο όπου και να επήγαινε το βλέμμα μας, όταν πλέον είχαμεν εισέλθει για τα καλά εντός του λιμένος.
Πρέπει να φανταστήτε τον λιμένα της Αλεξανδρείας το 1943 κατάμεστον από συμμαχικά πολεμικά και εμπορικά πλοία και όλα, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Αγίου Νικολάου, να έχουν φορέση τα καλά τους για να μας υποδεχθούν. Παντού πληρώματα αψόγως παρατεταγμένα με Άγγλους, Ολλανδούς, Πολωνούς και Έλληνες ναύτες και αξιωματικούς ηνωμένους σε μίαν εορτήν που όμοια της δεν έχω ξαναδεί σ’ όλην την μετέπειτα ναυτικήν μου σταδιοδρομίαν. Εκπληκτικώς, με τον ίδιον ενθουσιασμόν μας υπεδέχθησαν ακόμη και κάποια Γαλλικά πολεμικά πλοία που ευρίσκοντο εκεί αιχμάλωτα και παρωπλισμένα, καθ’ ότι πιστά στην φιλοναζιστικήν Κυβέρνησιν του Βισσύ.
Καθώς προσέδεεν ο ΑΔΡΙΑΣ σε προβλήτα δίπλα από το πλωτόν συνεργείον ΡΗΣΟΡΣ, ο καταιγισμός των συγχαρητηρίων σημάτων δεν είχεν ακόμη κοπάσει, ούτε οι ζητωκραυγές και τα σφυρίγματα των εμπορικών πλοίων, που και αυτά ήνωσαν την φωνή τους στο καλωσόρισμα μας. Τέλος, επί του ιστού του πλοίου του Άγγλου Διοικητού Α/Τ παρετηρήθη έπαρσις με σημαίες που μετέδιδαν το μήνυμα “WELL DONE ADRIAS” δηλαδή “Εύγε Αδρία”.
Επηκολούθησεν η εξής ανταλλαγή σημάτων μεταξύ Α.Σ. Μέσης Ανατολής και Βρεττανικού Ναυαρχείου. Ο πρώτος εσήμανεν: “Ο ΑΔΡΙΑΣ κατέπλευσεν στην Αλεξάνδρεια 13:30 σήμερον, πλεύσας με τας ιδίας δυνάμεις. Επιτυχία αυτής της παρακινδυνευμένης επιχειρήσεως οφείλεται μεγίστως στην ικανότητα του Κυβερνήτου”. Σ’ αυτό απήντησεν το Βρεττανικό Ναυαρχείο: “Παρακαλώ διαβιβάσατε τα συγχαρητήρια των Λόρδων του Ναυαρχείου στον Κυβερνήτην του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ, χάριν στην τόλμην και επιδεξιότητα του οποίου κατέστη δυνατόν να φθάση το πλοίον στην Αλεξάνδρειαν”.
Κλείνοντας την ομιλίαν μου αυτήν θέλω μόνο να σας πώ ότι ο ΑΔΡΙΑΣ διήνυσε από το ΓΚΙΟΥΜΟΥΣΛΟΥΚ 730 ολόκληρα ναυτικά μίλια και δεν υπήρξε ούτε ένας από τους επιβαίνοντές του που δεν υπερέβη τον εαυτόν του για να επιτευχθή αυτό που σας αφηγήθηκα σήμερα. Όμως, όπως πολύ σωστά καταδεικνύει η παραπάνω ανταλλαγή σημάτων, ο ΑΔΡΙΑΣ τα κατάφερε γιατί ο Κυβερνήτης μας ήταν αυτός που ήταν.
***
(*) Ο αντιναυάρχος Κωνσταντίνος Σ. Σωτηρίου (Καβάλα 1918 – Αθήνα 2008) υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας καθώς και σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε κυβερνήτης της κορβέτας ΤΟΜΠΑΖΗΣ (1949), του ζεύγους αντιτορπιλικών ΙΕΡΑΞ και ΠΑΝΘΗΡ (1956-1957), ΚΡΗΤΗ (1967), Διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (1964-1967), Υπαρχηγός ΓΕΝ (1968-1970).
Στις 15.01.1944, τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Γ΄Τάξης, “για την εξαιρετικήν ψυχραιμίαν, απτόητον και ατάραχον εμφάνισίν του, αναλαβών με πλήρη ηρεμίαν και ακρίβειαν, αν και τραυματισθείς, την διεύθυνσιν του απομείναντος οπλισμού του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ, κατά την πρόσκρουσιν σε νάρκη στις 22.10.1943”.
Πηγή: Πτυχές από την πολεμική δράση του Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ (L67) – Σύνδεσμος Αποφοίτων Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (ΣΑ/ΣΝΔ).