H μεταπολεμική Γερμανία αντιμέτωπη με τους δαίμονές της.

Βιβλίο: Aftermath:  Life in the fallout of the Third Reich, 1945-1955
Συγγραφέας : Harald Jähner
Εκδ. WH Allen, 2021, σελ. 35*

**

Γράφει ο  Αχιλλέας Παπαρσένου*

Ο Harald Jähner, πολιτιστικός  αρθρογράφος και πρώην διευθυντής της Berliner Zeitung, στο βιβλίο του «Aftermath», που κυκλοφόρησε πέρυσι  σε αγγλική μετάφραση  (το γερμανικό πρωτότυπο εκδόθηκε το  2019 με τίτλο «Wolfszeit») σκιαγραφεί την Γερμανία στην  πρώτη δεκαετία μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ, όταν ήλθε αντιμέτωπη με  τους δαίμονες  της στην προσπάθεια  να καθαρίσει τα ερείπια , που η ίδια είχε προκαλέσει στα δώδεκα χρόνια της χιτλερικής εξουσίας.

«Πως όμως ένα έθνος στο όνομα του οποίου δολοφονήθηκαν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι, που διέπραξε το Ολοκαύτωμα, θα μπορούσε να γίνει ένα αξιόπιστο δημοκρατικό κράτος;» διερωτάται ο συγγραφέας.

Η Γερμανία, όταν παραδόθηκε άνευ όρων τον Μάιο 1945, ήταν μια κατεστραμμένη χώρα («αν όλα τα μπάζα από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς μαζεύονταν στην πλατεία της Νυρεμβέργης, θα έφτιαχναν ένα βουνό ύψους 4000 μέτρων») και ο μισός πληθυσμός της, 40 από τα 75 εκατομμύρια κάτοικοι, «βρισκόταν εκεί που δεν ανήκε ή δεν επιθυμούσε», εκτοπισμένοι, κρατούμενοι, πρόσφυγες, εξόριστοι, καταναγκαστικοί εργάτες, αιχμάλωτοι πολέμου, όλοι περιπλανώμενοι σε μια «αέναη πορεία».

Στην «ώρα μηδέν» το ένστικτο της επιβίωσης έκλεισε την πόρτα στα αισθήματα ενοχής, καθώς οι νύχτες των βομβαρδισμών, οι χειμώνες της πείνας, ιδίως το 1946/47, ο αγώνας για την αναζήτηση τροφής και στέγης εν μέσω χάους και αναρχίας, απωθούσαν το  εφιαλτικό παρελθόν, «σαν να έκλειναν τον διακόπτη, που θα έσβηνε τα εγκλήματα, που διαπράχθηκαν στο όνομα τους».

Όταν η γερμανοεβραικής καταγωγής φιλόσοφος Χάνα Άρεντ επέστρεψε μετά τον πόλεμο για πρώτη φορά στη Γερμανία, από την οποία είχε διαφύγει το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, διαπίστωσε μια ακατάσχετη φλυαρία αλλά και μια εκκωφαντική σιωπή στην μνεία του Ολοκαυτώματος, καθώς οι συνομιλητές της είτε «δεν ήξεραν», ή προσποιούνταν τα θύματα, αγνοώντας τα εκατομμύρια πραγματικά θύματα, που χάθηκαν με την υποστήριξη ή ανοχή τους στο ναζιστικό καθεστώς.

Ίσως μερικοί να αισθάνονταν ντροπή. Ακόμη και η δίκη της Νυρεμβέργης (1945-1946) δεν προξένησε την επώδυνη ενδοσκόπηση της γερμανικής κοινωνίας, καθώς η πλειοψηφία ήλπιζε ότι με μια γρήγορη δίκη και θανατική ποινή των πρωταιτίων, το ζήτημα θα έκλεινε για όλους. Μόνο με τις δίκες του Άουσβιτς (1963-68) πολλοί Γερμανοί ήλθαν αντιμέτωποι με τους δαίμονες του παρελθόντος, όταν το 1968 η νέα γενιά ξεσηκώθηκε με δριμύτητα και οργή κατά της «γενιάς του πολέμου».

Σταδιακά η αναρχία υποχώρησε και η σταθερότητα άρχισε να αποκαθίσταται το 1948 με τη νομισματική μεταρρύθμιση της  υιοθέτησης του νέου γερμανικού μάρκου καθώς και με τη βοήθεια των 1.4 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Σχέδιο Μάρσαλ, με  τη Γερμανία πάντως να είναι το μόνο κράτος στη Δυτική Ευρώπη που υποχρεώθηκε να εξοφλήσει το δάνειο που έλαβε από την Αμερική. Αυτή ήταν η «δεύτερη ώρα μηδέν», όταν μπήκαν τα  θεμέλια του γερμανικού οικονομικού θαύματος, ενώ  ένα χρόνο αργότερα, το 1949, επισημοποιήθηκε η διαίρεση με τη σύσταση της ΟΔΓ και της ΛΔΓ (Δυτική και Ανατολική Γερμανία).

Με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και πόστερ της εποχής, με αναφορές στον τύπο, την  λογοτεχνία, την μουσική, το θέατρο και  τις εικαστικές τέχνες, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα πανοραμικό πορτρέτο μιας κοινωνίας «ταυτόχρονα διεφθαρμένης, εξαχρειωμένης και απελευθερωμένης», όταν η μιζέρια, ανέχεια και αβεβαιότητα συνυπήρχαν με τον χορό, τη τζαζ, το θέατρο, τον κινηματογράφο και το σεξ χωρίς αναστολές.

Οι «γυναίκες των ερειπίων» καθαρίζουν συντρίμμια και συλλέγουν οικοδομικά υλικά από κατεστραμένα κτίρια. (photo: Clark N S, via Wikimedia)

Καταγράφει τα προβλήματα της  καθημερινότητας, με την επιστράτευση των «γυναικών των ερειπίων» (trümmerfrauen) που έγιναν το σύμβολο της ανοικοδόμησης καθαρίζοντας τα συντρίμμια των βομβαρδισμών, με την επιβολή  δελτίου των 1550 θερμίδων στα τρόφιμα, με τους  αδίστακτους μαυραγορίτες, που δρούσαν «σαν λύκοι», με τους μαζικούς βιασμούς, ιδίως από τα σοβιετικά στρατεύματα, όταν «τα θύματα  έθαψαν στη σιωπή τους τη βία που υπέστησαν», με τη δίψα για έρωτα που είχαν στερηθεί οι γυναίκες, όταν οι άνδρες τους  είτε δεν επέστρεψαν από το μέτωπο ή γύρισαν ταπεινωμένοι, ανάπηροι σωματικά και ψυχικά, όπως  και την έλξη που ασκούσε στις «δεσποινίδες» το καινούργιο που εκπροσωπούσε ο χαλαρός Αμερικανός στρατιώτης.

Παράλληλα περιγράφεται το σχέδιο «αποναζιστικοποίησης», ως αναγκαία συνθήκη για ένα νέο δημοκρατικό ξεκίνημα, καθώς και η προσπάθεια διάπλασης μιας  νέας  κουλτούρας και αισθητικής. Από αμερικανικής πλευράς, συχνά με τη μυστική εμπλοκή της CIA, αυτή εκφράσθηκε με την προτίμηση της αφηρημένης τέχνης στη ζωγραφική και της αβαντγκάρντ  στην επίπλωση  και την αρχιτεκτονική, διαμορφώνοντας έτσι την αισθητική ταυτότητα στη Δυτική Γερμανία, απέναντι στον σοβιετικό  ρεαλισμό, που επικράτησε στην Ανατολική Γερμανία.

Στο κέντρο των ψυχολογικών επιχειρήσεων ο Αμερικανικός Στρατός τοποθέτησε τον αυστροουγγρικής εβραϊκής καταγωγής ταγματάρχη Hans Habe αναθέτοντας του να στήσει ένα εκδοτικό συγκρότημα 16 εφημερίδων στις μεγάλες πόλεις με σκοπό την «αναμόρφωση» των Γερμανών.

Για τον συγγραφέα η «αυτοθυματοποίηση», που αφαίρεσε από τους Γερμανούς την υποχρέωση να αντικρίσουν κατάματα την αλήθεια και τη δική τους ενοχή, αποτέλεσε μια «αφόρητη θρασύτητα», όπως εξοργιστική ήταν και η σταδιακή επιστροφή της ναζιστικής ελίτ στα παλιά της πόστα, που κορυφώθηκε με την αμνηστία του 1954.

Γι’ αυτόν πάντως το εγχείρημα της «αποναζιστικοποίησης» αποτέλεσε μεγαλύτερο επίτευγμα και από το περίφημο οικονομικό  θαύμα, καθώς η πλειοψηφία των Γερμανών ξεφορτώθηκε την νοοτροπία που κατέστησε δυνατή την επικράτηση του Χίτλερ, υπέρ  μιας νέας που ευνοούσε την κοινωνία των πολιτών και τον δημοκρατικό διάλογο.

*Ο Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

Πηγή

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση