Αρκαδία 7G (έτος 2046).

Ένα διήγημα του Κανέλλου Κουτσομύλη για την 4η βιομηχανική επανάσταση και την τεχνητή νοημοσύνη που διερευνά, χωρίς πολύπλοκες θεωρητικές αναλύσεις, ενδεχόμενα και ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον · εμάς ή τους επόμενους.

Ο Νικήτας ξύπνησε νωρίς και κάπως βαριεστημένα ακούγοντας τον κόκορα να διαλαλεί το ξημέρωμα. Σηκώθηκε βιαστικά, πήγε στην κουζίνα κι έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι για να φτιάξει ελληνικό καφέ κοιτάζοντας από το παράθυρο. Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου φώτιζαν ήδη το καμπαναριό και τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού. Μπορούσε να μείνει στην θέση αυτή για πολύ ώρα χαζεύοντας την θέα και τα μικροπούλια που πηγαινοέρχονταν αεικίνητα στα βάτα και την τσαπουρνιά του φράχτη. Έπρεπε όμως σήμερα να βιαστεί για την συνάντηση στην Μεγαλόπολη.

Ζει εδώ και τρία χρόνια στο Λευκοχώρι, ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας στην μέση του δρόμου Τρίπολης – Ολυμπίας, οκτώ χιλιόμετρα από τα Λαγκάδια. Κατάφερε να οργανώσει την δουλειά του έτσι ώστε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Η καθολική επέκταση του ψηφιακού δικτύου του το επιτρέπει. Εδώ και πέντε χρόνια η ψηφιακή τεχνολογία έχει επεκταθεί σε όλους τους οικισμούς. Ακόμα και εκεί που υπάρχουν δύο ή τρία σπίτια υπάρχουν δίκτυα με υπερυψηλές ταχύτητες μετάδοσης δεδομένων. Σε όλους τους δρόμους με άσφαλτο έχουν τοποθετηθεί οπτικές ίνες και ανά τριακόσια μέτρα πυλώνες 7G. Οι ταχύτητες του διαδικτύου στο χωριό και σε όλο το μήκος του επαρχιακού οδικού δικτύου έχουν άρει την αντίθεση μεταξύ χωριού και πόλης. Οι αυτοματισμοί στα εργοστάσια, στην γεωργία, στις υδροπονικές καλλιέργειες, στις μεγάλες μονάδες ενσταυλισμένης κτηνοτροφίας και στην παραγωγή τεχνικών ζωικών ινών επιτρέπουν περισσότερο χρόνο στην απασχόληση των ανθρώπων στην βιολογική γεωργία και στην ανάπτυξη ενός παράλληλου δικτύου φυσικών προϊόντων για τους πιο πλούσιους.

Ο Νικήτας μένει στο παλιό πέτρινο σπίτι των προπαππούδων του. Αισθάνεται τυχερός που κατάγεται από αυτό το χωριό, από τα λίγα που έχουν διατηρήσει την αρχιτεκτονική και την φυσικότητα του τοπίου, χωρίς βιομηχανίες, μεγάλα αιολικά και εκτάσεις με φωτοβολταϊκά. Εδώ καλλιεργεί μερικές πεζούλες, εκτρέφει κότες και γαλοπούλες και μαζεύει τα καρύδια και τα αμύγδαλα που αναπτύσσονται με φυσικό τρόπο, χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Παράλληλα ασχολείται ως προγραμματιστής για τρισδιάστατους εκτυπωτές μετάλλων και πολυμερών για την παραγωγή βιομηχανικών υλικών. Σχεδιάζει προγράμματα όντας on line, σε συνεχή σύνδεση, με το τμήμα υλοποίησης που βρίσκεται στο εργοστάσιο ανθρακονημάτων και νανοτεχνολογίας της Μεγαλόπολης. Παίρνει λίγο μικρότερη αμοιβή από αυτούς που βρίσκονται εκεί, δίπλα στα μηχανήματα, αλλά αυτός ο υβριδικός τρόπος ζωής, με την σχετική απομόνωση και την πιο φυσική ζωή, τον ενθουσιάζει.

Κάπως υβριδική είναι και η ενασχόληση στον λαχανόκηπό του και στα χωράφια. Με τεχνητή νοημοσύνη και χειρωνακτικές εργασίες. Το αυτόματο πότισμα είναι δεδομένο. Είναι λίγο κοπιαστικό να κάνει, στην αρχή της Άνοιξης, όλες αυτές τις συνδέσεις με τα λάστιχα ποτίσματος αλλά μετά την τοποθέτηση, το πότισμα ρυθμίζεται ανάλογα με τους αισθητήρες υγρασίας του εδάφους. Το ξεβοτάνισμα και οι άλλες εργασίες γίνονται χειρωνακτικά. Αυτές όμως τον ευχαριστούν και τις αντιμετωπίζει περισσότερο ως άσκηση. Η συγκομιδή, στον κήπο με τα ώριμα λαχανικά, μέσα στις ψηλωμένες φυλλωσιές το κάνει να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο παράδεισό του.

Έκανε μια επιλογή ζωής να ζει σε χωριό και να ασχολείται και με εργασίες πέρα από αυτές που γίνονται μπροστά σε μια οθόνη. Αποφεύγει και τις πολλές σχέσεις με πελάτες και εμπόρους έχοντας εκχωρήσει σε άλλους τις ψηφιακές παραγγελίες και την αποστολή των ακριβών βιολογικών προϊόντων του. Αυτός το μόνο που έχει να κάνει είναι να δηλώνει στην ψηφιακή πλατφόρμα την αναμενόμενη παραγωγή και την ορισμένη ημέρα να μεταφέρει την παραγωγή του στο κέντρο διανομής, στο Σταυροδρόμι, το διπλανό χωριό.

Τακτικά όμως σπάει η φυσική απομόνωση καθώς είναι υποχρεωμένος να παραβρίσκεται ο ίδιος στις συναντήσεις εργασίας του εργοστασίου. Τις περισσότερες φορές στο εργοστάσιο στην Μεγαλόπολη, δίπλα στα παλιά λιγνιτωρυχεία, για να επαναπρογραμματίσουν τους εκτυπωτές και τους βιομηχανικούς βραχίονες και σπανιότερα στην Αθήνα, στην κεντρική διοίκηση. Η εταιρεία απαιτεί άμεσες συναντήσεις τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, διότι διαπίστωσε ότι οι άμεσες προσωπικές επαφές είναι απαραίτητες, καθώς υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή στην ομάδα και αναπτύσσονται περισσότερες και καλύτερες ιδέες για νέα προϊόντα.

Πριν φύγει δεν άνοιξε το κοτέτσι, όπως κάθε πρωί να ξεχυθούν οι κότες στην αυλή τους αλλά ενεργοποίησε το σύστημα αυτόματου ταΐσματος με σπασμένο καλαμπόκι. «Κορίτσια, για μια – δυό μέρες θα μείνετε μέσα. Είναι ευρύχωρο το κοτέτσι.» είπε μέσα του.

Ήπιε τον καφέ του βιαστικά και ετοιμάστηκε να φύγει. Τακτοποίησε σε έναν μικρό σάκο εσώρουχα, και ένα λεπτό, ζεστό μπουφάν, αδιαβροχοποιημένο με μεμβράνη νανοτεχνολογίας και αποσύνδεσε τα ψηφιακά συστήματα, για την περίπτωση που πέσουν κεραυνοί και χρειαστεί να τα ξαναεγκαταστήσει όπως την άλλη φορά. Τα ψηφιακά δεδομένα δεν χάθηκαν τότε, καθώς βρίσκονταν στο cloud. Χρειάστηκε όμως να πληρώσει για ορισμένες πλακέτες και την κάρτα γραφικών που χάλασαν και να επισκευάσει τις δύο οθόνες που κάηκαν. Τώρα πλέον είναι προνοητικός. Ξέρει ότι είναι δύσκολο να τα βάλει με τη φύση. Φοβάται μόνο μήπως κάποια μεγάλη καταστροφή οδηγήσει σε απώλεια των δεδομένων. Από τότε όμως που αποφασίστηκε το διπλό απομακρυσμένο σύστημα αποθήκευσης, σε δύο σε διαφορετικές ηπείρους, θα πρέπει να γίνει μία μεγάλη καταστροφή στην γη για να συμβεί αυτό.

Αποσύνδεσε το ηλεκτρικό αυτοκίνητο από τον φορτιστή, μπήκε, έβαλε την διπλή ζώνη που στηρίζονταν στο εσωτερικό άκαμπτο κάλυμμα με τα ανθεκτικά στην φωτιά ανθρακονήματα, πάτησε το κουμπί έναρξης και είπε την διεύθυνση: «Πλαπούτα 23, Μεγαλόπολη». Η φωνή απάντησε: «μάλιστα κύριε Νικήτα» και το αυτοκίνητο ξεκίνησε αθόρυβα. Στην αρχή, μέχρι να διασχίσουν το χωριό, αργά, με ταχύτητα 35 χιλιομέτρων την ώρα. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά μήπως είναι κάποιος στο δρόμο, να τον χαιρετήσει. Κανένας δεν ήταν. Άλλωστε ήταν πολύ νωρίς και οι λιγοστοί κάτοικοι θα ήταν αυτή την στιγμή ή μπροστά στις οθόνες τους πίνοντας τον καφέ τους ή θα είχαν πάει στα χωράφια ή στα μελίσσια τους.

Μόλις το αυτοκίνητο έστριψε και μπήκε στην Εθνική οδό με τις δύο μόνο λωρίδες κυκλοφορίας, μία σε κάθε κατεύθυνση, επέλεξε μία μουσική με βιολοντσέλα ρυθμίζοντας τον ήχο σε πολύ χαμηλή ένταση και έβγαλε από την θήκη της την λεπτή αναδιπλούμενη επίπεδη ταμπλέτα. Επέλεξε την λειτουργία book reader με την ελαφρά φωτιζόμενη μη ανακλαστική έγχρωμη οθόνη που ξεκουράζει τα μάτια. Αυτή η οθόνη, σκέφτηκε, είναι λίγο ακριβή αλλά είναι πολύ ευχάριστο καθώς διαβάζεις το ψηφιακό βιβλίο να βλέπεις έγχρωμες τις εικόνες στην πιο υψηλή ανάλυση.

Μετά τις πρώτες στροφές, καθώς ο δρόμος γινόταν πιο ομαλός, έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο για να στηρίζει την ταμπλέτα και ξεκίνησε να διαβάζει την «Αισθηματική αγωγή» του Φλωμπέρ σε λειτουργία απομόνωσης διαφημίσεων. Δεν ήθελε να προβάλλουν μπροστά του διαφημίσεις για ανούσια πράγματα ούτε να του υποδεικνύουν οτιδήποτε. Ο κατασκοπικός καπιταλισμός τον εκνεύριζε. Είχε επίσης μία απέχθεια για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον είχαν κουράσει οι πολλές κοινωνικές επαφές και συνάφειες. Από καιρό τώρα είχε σταματήσει να μπαίνει σε κάθε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Διατηρούσε ανοιχτό μόνο το δίκτυο επικοινωνίας με τους συναδέλφους του. Με όλους τους υπόλοιπους επικοινωνούσε μόνο ηχητικά, χωρίς βίντεο, όπως στο τηλέφωνο την παλιά εποχή. Είχε μπλοκάρει κάθε άλλο μέσω επικοινωνίας καθώς ήθελε να υποδηλώνει πάντα στους συνομιλητές του το ανέφικτο των προσωπικών σχέσεων μέσα από την εικόνα. Ευτυχώς, η λειτουργία book reader στην ταμπλέτα εξαφανίζει όλες τις διαφημίσεις και τις αναδυόμενες κλίσεις εκτός από τις προτάσεις κάποιων βιβλίων, όταν αλλάζεις κεφάλαιο.

Διαισθανότανε ότι τον αντιμετώπιζαν σαν ιδιόρρυθμο και ιδεαλιστή αναχωρητή, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αυτός ήξερε ότι ο πραγματικός κόσμος είναι ύλη και όχι εικόνα. Ήταν, ίσως, πολύ υλιστής και γι’ αυτό είχε επιλέξει ως αντικείμενο εργασίας τον σχεδιασμό της παραγωγής υλικών και ειδικών εξαρτημάτων με τον τρισδιάστατο εκτυπωτή. Έβλεπε μέσα από την δουλειά του ότι τα μηχανήματα και οι ρομποτικοί βραχίονες σε λίγο θα κάνουν τις περισσότερες δουλειές. Η τεχνητή νοημοσύνη παίρνει όλο και πιο πολύ χώρο. Τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και τις μηχανές τον απασχολούν ως προγραμματιστή, αλλά προσθέτει μια φιλοσοφική διάσταση. Αυτά συζητά όταν, σπάζοντας την μονοτονία της απομόνωσης, συναντά τους συναδέλφους του στις πόλεις. Τις περισσότερες φορές, μετά από τις συσκέψεις και τις δοκιμές στους μεγάλους τρισδιάστατους εκτυπωτές, πήγαιναν για φαγητό. Το μοσχοφίλερο της Τεγέας και το αγιωργίτικο της Νεμέας έρεαν άφθονα. Μετά από αυτές τις οινοποσίες παρέμενε στην πόλη και γυρνούσε την επόμενη μέρα. Μπορούσε αν ήθελε να παραμείνει ακόμα και τρεις ημέρες χωρίς να χρειαστεί κάποια εργασία στο χωράφι ή στο κοτέτσι. Είχε αυτήν την πολυτέλεια.

Αναρωτιόταν πώς ήταν ο κόσμος την εποχή του πατέρα του, όταν οι άνθρωποι οδηγούσαν τα αυτοκίνητα. Αυτός το δοκιμάζει μόνο στους χωματόδρομους. «Είναι μία αίσθηση σαν να είσαι στο λούνα παρκ» έλεγε σε έναν φίλο του. «Μου αρέσει να απομονώνω τον αυτόματο πιλότο και να οδηγάω σε χωματόδρομους με πέτρες, χαλίκια και λακούβες. Είναι επίσης συναρπαστικό όταν περνάς με φόρα μέσα από μία ρεματιά και τα νερά πετάγονται δεξιά και αριστερά». Αυτό όμως δεν μπορείς να το κάνεις στην άσφαλτο όπου υπάρχουν οι πυλώνες του 7G και οι λευκές γραμμές που διαχωρίζουν τις λωρίδες. Εκεί πρέπει να καθίσεις ακίνητος να πίνεις τον καφέ σου, να διαβάζεις, να συζητάς με τον διπλανό σου ή απλά να κοιτάζεις έξω. Οι αλγόριθμοι των αυτοκινήτων αποφασίζουν για όλα. Και μόνο στις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις κάποιας αρρυθμίας πρέπει να πάρεις τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Για να το κάνεις όμως αυτό θα πρέπει να έχεις την άδεια του συστήματος και να έχουν ανάψει τα ειδικά alarm. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις το σύστημα τεχνικής νοημοσύνης του αυτοκινήτου σταματάει και η απόφαση εκχωρείται στον άνθρωπο. Τότε απενεργοποιούνται όλα τα αυτόματα συστήματα ασφαλείας και την ευθύνη πλέον έχει αυτός που κάθεται στην πλευρά του οδηγού. Μπορεί, τότε, να πιάσει το τιμόνι και έχει στην διάθεσή του τα δύο πεντάλ, το φρένο και το γκάζι. Αυτό θα συμβεί αν υπάρξει κάποιο ατύχημα στον δρόμο ή αν οι λωρίδες δεν είναι καθαρές. Τα αυτόματα συστήματα των αυτοκινήτων που βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με αυτά της διαχείρισης των εθνικών οδών αποφασίζουν.

Το αυτοκίνητο πέρασε τις «Τρεις Βρύσες» και συνέχιζε πάντα την ομαλή ανηφόρα προς τα Λαγκάδια. Άνοιξε το παράθυρο. Από τις φυλλωσιές των ρεματιών ακούγονταν τα αηδόνια και τα κοτσύφια που έφευγαν, την τελευταία στιγμή, μόλις αντιλαμβάνονταν το αθόρυβο ηλεκτρικό αυτοκίνητο που πλησίαζε. Μια παρέα καβαλάρηδων πέρασε ξυστά δίπλα του με μεγάλη ταχύτητα. Είχαν απενεργοποιήσει τους αυτοματισμούς και πέρασαν την στροφή φωνάζοντας μεταξύ τους και γέρνοντας επιδεικτικά τις μοτοσικλέτες. Μια επίδειξη δράσης αδρεναλίνης στα όρια της νομιμότητας, πάνω από επικίνδυνους γκρεμούς που είχε γίνει της μόδας τελευταία. «Η ζωή» σκέφτηκε «έχει γίνει πολύ προβλέψιμη. Χρειάζεται το ρίσκο στους νεότερους. Θα έπρεπε όμως να απαγορευτεί να το παίρνουν αυτό το ρίσκο με μηχανές. Ας κάνουν ότι άλλο θέλουν με το σώμα τους». Είχε δει ότι τελευταία είχαν αυξηθεί οι παραγγελίες προσθετικών μελών στο εργοστάσιο και ήταν σίγουρος ότι συνδέονταν με την τελευταία μόδα των εφήβων. Αυτές οι σκέψεις τον απέσπασαν από την ανάγνωση, άφησε στο διπλανό κάθισμα την ταμπλέτα και δυνάμωσε τον ήχο καθώς άρχιζε τo αγαπημένο του κοντσέρτο για βιολοντσέλο του Σαιν Σανς.

Στην επόμενη στροφή, ξαφνικά, το αυτοκίνητο άρχισε να φρενάρει. Γύρισε και κοίταξε μπροστά. Ένα άλλο αυτοκίνητο μόλις παράκαμπτε έναν βράχο που είχε πέσει στη μέση του δρόμου ακριβώς στην μεγάλη κλειστή στροφή πριν τα Λαγκάδια, κάνοντας έναν απότομο ελιγμό και ερχόταν προς το μέρος του με ορμή. Το δικό του αυτοκίνητο συνέχισε να φρενάρει και ξαφνικά, λίγο πριν την σύγκρουση, έστριψε προς τον γκρεμό. Βγήκε από το δρόμο και άρχισε να κατρακυλάει.

Οι ιμάντες έσφιξαν πάνω του και πολλοί μικροί αερόσακοι φούσκωσαν με ορμή απ’ όλες τις πλευρές. Άκουγε τον θόρυβο από τις εξωτερικές λαμαρίνες που στραπατσάρονταν σε κάθε τούμπα του αυτοκινήτου. Αυτός, ανάμεσα στους αερόσακους και το σκληρό άκαμπτο εσωτερικό περίβλημα από ανθρακονήματα, αισθανόταν μόνο απότομους κραδασμούς στην σπονδυλική του στήλη και στον σβέρκο.

 Μετά από τέσσερα ή πέντε αναπηδητά πλάγια στριφογυρίσματα – όλα συνέβησαν αστραπιαία – κατάλαβε με ένα τελευταίο τράνταγμα ότι το αυτοκίνητο σταμάτησε πάνω σε ένα εμπόδιο. Η θέση που κατέληξε το όχημα ήταν κάπως πλάγια, πάνω στην δεξιά πλευρά του και λίγο ανάποδα. Αλλά αυτός εκεί δεμένος με τους ιμάντες στο κάθισμα με το κεφάλι ζαλισμένο από τον τρόμο και την κατρακύλα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια βλέποντας μπροστά του τα βράχια και το χάος του φαραγγιού.

«Ευτυχώς»σκέφτηκε «δεν κατέληξα στο ποτάμι». Προσπάθησε να αισθανθεί αν έχει σπάσει κάτι. Έμεινε για λίγο ακίνητος και ύστερα, βλέποντας ότι είχε την δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του προς τα πάνω. Η μισοδιαλυμένη πόρτα υποχώρησε και άνοιξε με θόρυβο. Έστριψε το σώμα του και πιέζοντας με τα χέρια κατάφερε να βγει.

Έκανε δύο τρία βήματα παραπατώντας και κοίταξε ζαλισμένος το στενό πλάτωμα όπου βρέθηκε και το δέντρο που είχε σταματήσει την κατρακύλα του αυτοκινήτου. Φύτρωνε στον γκρεμό, λίγο πριν τα κάθετα βράχια που κατέληγαν στο ποτάμι. Το αυτοκίνητο είχε διαλυθεί εντελώς, εκτός από την άκαμπτη εσωτερική καμπίνα.

«Καλά την σχεδιάσαμε» σκέφτηκε. «Θα είμαι το πρώτο πραγματικό παράδειγμα της ανθεκτικότητας του κουβουκλίου ανθρακονημάτων της Μεγαλόπολης, αφού με την αυτόματη οδήγηση δεν γίνονται πια πολλά ατυχήματα».

«Αρκεί να μην έχω πάθει διάσειση» σκέφτηκε ξαφνικά και ανησύχησε.

Κάθισε κάτω, ψηλαφώντας με το ένα χέρι το σβέρκο του, σαν για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κάποιο εσωτερικό τραύμα, και με το άλλο το αριστερό του γόνατο που τον πονούσε.

Δεν πέρασαν τρία λεπτά όταν, κοιτώντας ψηλά, είδε κάποιον να προσπαθεί να τον φτάσει κατεβαίνοντας τον γκρεμό με δυσκολία. Κατέβαινε γλιστρώντας και προσπαθώντας να συγκρατηθεί, να μην τον παρασύρει η μεγάλη κλίση. Κρατούσε σφιχτά τα λίγα κλαδιά που υπήρχαν στο βραχώδες τοπίο και έψαχνε με το βλέμμα το αυτοκίνητο.

Από πάνω, εκεί που μάλλον ήταν ο δρόμος, μία νέα γυναίκα με ένα μωρό που έκλαιγε στην αγκαλιά της, κοιτούσε κάτω με αγωνία.

«Είσαστε καλά;» του φώναξε.

«Ναι» απάντησε κάπως αβέβαια.

«Εντάξει είναι» φώναξε και ο άλλος που κατέβαινε μέσα από τα βράχια.

«Τρομάξαμε. Ευτυχώς, δεν πάθατε τίποτα!».

Τον κοίταξε. Ήταν ένας νέος άντρας, σίγουρα ο πατέρας του μωρού που έκλαιγε.

«Εντάξει» του απάντησε «καλά είμαι» και χαμογέλασε. Και κάνοντας ένα κουτσό βήμα προς το μέρος του κρατώντας το γόνατό του συμπλήρωσε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια: «Φαίνεται ότι οι αλγόριθμοι επέλεξαν να ρίξουν εμένα στον γκρεμό. Ένα νέο ζευγάρι και ένα μωρό έχουν, χωρίς καμία αμφιβολία, προτεραιότητα στην επιβίωση».

Κανέλλος Κουτσομύλης

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άρδην, τεύχος 121, Μάιος – Ιούλιος 2021

Το Λευκοχώρι τον χειμώνα και δίπλα στον οικισμό το φαράγγι Τουθόα.

Πηγή

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση