Αλέξανδρος Υψηλάντης και Ιωάννης Καποδίστριας.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 με καταγωγή από την Τραπεζούντα του Πόντου και ήταν γόνος της εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, και της Ελισάβετ Βακαρέσκου. Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπιλάρχου στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας

Γράφει λοιπόν ο Ηλίας Βενέζης λογοτέχνης και Ακαδημαϊκός στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 1968.

6 Ιουνίου 1821. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Δραγατσάνι. Εκατόν σαράντα επτά χρόνια από τότε μελετούμε πάντα με συγκίνηση αυτή την ωραία, μιαν απ’ τις ευγενέστερες μορφές του ’21. Το τέλος του προπάντων. Και το πώς η μοίρα έβαλε να αναμετρηθούν, τότε, μερικά πρώτα πρόσωπα. Ο Καποδίστριας π.χ. και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Αλήθεια: Πώς δεν είδαν ακόμη αυτή τη συνάντηση οι δραματικοί μας συγγραφείς;

Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε από την Πετρούπολη για το ιστορικό του ταξίδι. Επήγε πρώτα στο Κίεβο, όπου έμενε η μητέρα του. «Εγονάτισε εμπρός της εις το ένα γόνυ, και αφού εφίλησε το χέρι της εζήτησε την ευχή της δια την πατρίδα. Εκείνη τον έσφιξεν εις την αγκάλην της και τον εφίλησεν εις το στόμα χωρίς να του απαντήσει. Η ίδια είχε χύσει πολλά δάκρυα και είχε πολλάς αγωνιώδεις νύκτας από τον καιρόν της νεότητός της. Εκρατούσε το χέρι του εις τα δικά της και τον εκοίταζε σιωπηλή, με τα δάκρυα εις τα μάτια. Ωσάν να προέβλεπεν ότι ολίγον αργότερα θα άφηνε τας σπαρακτικάς και ματαίας κραυγάς των εκκλήσεών της προς δύο αυτοκράτορας, διά να λυπηθούν τον υιόν της. Αλλά δεν ετολμούσε να τον εμποδίσει».

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, Γενικός Επίτροπος της Αρχής, υπέγραφε την πρώτη επαναστατική προκήρυξη από το Στρατόπεδον του Ιασίου. Η επανάσταση των Ελλήνων άρχιζε στη Μολδοβλαχία. Στην Εκκλησία των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου χοροστατούσε λαμπροφορεμένος ο Μητροπολίτης Βενιαμίν. Μπροστά στον μητροπολιτικό θρόνο, απάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι, ήταν αποθεμένο το σπαθί του Υψηλάντη. Ο Δεσπότης είπε τον Ψαλμό του Δαυίδ «Περίζωσε την ρομφαίαν σου…», επήρε το σπαθί και το έδεσε στη ζώνη του Αρχηγού. Το πλήθος εζητωκραύγαζε. Ύψωσαν τη σημαία: Στη μία πλευρά της είχε το Σταυρό, την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης και την φράση: «Εν τούτω νίκα». Στην άλλη το σύμβολο του φοίνικος: «Εκ της στάχτης μου αναγεννώμαι».

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξιφούλκησε, απήγγειλε τον όρκο της Ελευθερίας της πατρίδος του. Το έργο της Φιλικής Εταιρείας, αυτό το έργο του πάθους των φλογερών ταπεινών ανθρώπων που το εκκίνησαν, εύρισκε εκείνη τη στιγμή την κορύφωσή του. Άρχιζε ο αγώνας, οι μέρες της δόξας, των δακρύων και του αίματος. Οι μυστικοί οραματισμοί του Υψηλάντη να αναστήσει μες την ίδια την Κωνσταντινούπολη την αυτοκρατορία του Βυζαντίου, θα εύρισκαν ευθύς αμέσως αντιμέτωπη την οδυνηρή πραγματικότητα. Ο Αρχηγός της Κινητικής Αρχής είχε κάνει όνειρα και σχέδια να κάψουν οι Φιλικοί στην Πόλη τον Τουρκικό Στόλο, να συλλάβουν τον σουλτάνο, να κυριεύσουν την βασιλίδα. Ο Σέκερης συμβούλευε φρόνηση, μηνούσε πως αυτά είναι δύσκολα πράγματα, είναι χίμαιρες. Και ο Υψηλάντης αδημονούσε, θύμωνε. «Διατί απογοητεύεις τον αρχηγόν με τον σκεπτικισμόν σου;» του έγραφε ο Ξάνθος. Μου λέγεις – αποκρίθηκε ο Σέκερης – να γράφω εις τον Υψηλάντην πράγματα σωστά, ιερά και ουσιώδη και όχι σκοτεινιασμένα και απελπισμένα από την φοβισμένην φαντασίαν. Τοιαύτας ειδήσεις, πρέπει, κύριε, να προσμένεις εις το εξής από εμέ, επειδή τώρα εμβήκεν εις τάξιν το πράγμα.

Η άλλη οδυνηρή είδηση ήρθε από το Λάυμπαχ, όπου οι δύο αυτοκράτορες, της Ρωσίας και της Αυστρίας, επιβεβαίωναν την πίστη τους στα δόγματα της Ιεράς Συμμαχίας. Ο Τσάρος Αλέξανδρος απεκήρυττε το κίνημα του Υψηλάντη. Και η αποκήρυξη αυτή εστάλη με ιδιόχειρο γράμμα του Έλληνα υπουργού του Ρωσικού Ανακτοβουλίου, του κόμητος Καποδίστρια: « Ο Αυτοκράτωρ εδοκίμασε λύπην τοσούτον μάλλον βαθείαν, όσον ετίμα το ευγενές των αισθημάτων σας, των οποίων εδώκατε πείραν εν τη υπηρεσία της Μεγαλειότητός του. Η αυτοκρατορική Μεγαλειότης του ήτο, λοιπόν, μακράν παντός φόβου ότι δύνασθε ποτέ αίφνης να παρουσιασθείτε υπ’ αυτού του πνεύματος της σκοτιδειάσεως, όπερ φέρει τους ανθρώπους του αιώνος μας να ζητήσωμεν εις την λήθην των πρώτων χρεών των εν αγαθόν, το οποίον ουδέποτέ τις δύναται να ελπίσει ειμή μόνον από μιας ακριβούς διατηρήσεως των κανόνων της θρησκείας και της ηθικής….Η Ρωσία είναι εις ειρήνην μετά της οθωμανικής μοναρχίας. Η εις την Μολδαβίαν εκραγείσα δημεγερσία δεν δύναται κατ’ ουδένα λόγον να δικαιώσει διάρρηξιν μεταξύ των δύο Δυνάμεων. Όθεν ήθελεν είσθαι τρόπος εχθρικός προς αυτόν,ήθελεν είσθαι εν ενί λογω αθέτησις της πίστεως των συνθηκών, βοηθούντες, καίτοι δια σιωπηλού αισθήματος, μίαν αποστασίαν, της οποίας το σκοπούμενον είναι να καταστρέψει μίαν Δύναμιν προς την οποίαν η Ρωσία εκήρυξε και κηρύττει ότι έχει στερεάν απόφασιν να διαφυλάττει σταθεράς σχέσεις ειρήνης και φιλίας».

Και η κατάληξη της τρομερής επιστολής: « Μήτε η λαμπρότης σας μήτε οι αδελφοί σας είσθε πλέον εις την υπηρεσίαν της Αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητος. Η πριγκίπισσα Υψηλάντη θέλει όμως είσθαι υπό την υπεράσπισίν του, αλλ’ εις ό,τι αποβλέπει το υποκείμενόν σας ο Αυτοκράτωρ δεν συγχωρεί επ’ ουδεμία υποθέσει να επανέλθετε εις την Ρωσίαν». Υπογραφή: Κόμης Καποδίστριας.

Δύο μήνες αργότερα, στις 6 Ιουνίου του 1821, η μοίρα του ονειροπόλου Αρχηγού της Κινητικής Αρχής των Φιλικών ετελείωνε στο Δραγατσάνι, μέσα σε μία λάμψη της καταστροφής του Ιερού Λόχου. Μπήκαν, λέει, στη μάχη, ενώ η μουσική τους επαιάνιζε τον Ύμνο του Υψηλάντη, τραγουδώντας, με τα χιονάτα λοφία τους, όλο φλόγα στα μάτια και στην καρδιά. Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία ετελείωνε, για να ανάψει μες στο σώμα της Ελλάδας και να κορυφωθεί με την Ελευθεριά.

Ένα πρωί, 150 χρόνια από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η ελληνική γη δέχτηκε επιτέλους τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Από τότε ο πρίγκιψ αναπαύεται ήσυχος, κάτω από το ζεστόν ήλιο της πατρίδας του, που με τρόπο τόσον φλογερό, τόσον ονειροπόλο, θέλησε να την αναστήσει βλέποντάς την ως Ανάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επί εξ ολόκληρα χρόνια, μες στην ειρκτή του Φρουρίου του Μονγκάτς, όπου τον κρατούσε τραγικό δεσμώτη το πνεύμα της Ιερής Συμμαχίας- όταν εζήτησε άσυλο μετά την καταστροφή του Δραγατσανίου – κάθε μέρα και κάθε νύκτα, άρρωστος θα ονειρευόταν αυτόν τον ήλιο της Ελλάδος. Μάταια έστελνε τότε τις εκκλήσεις της στους ισχυρούς της Ευρώπης η γερόντισσα πριγκίπισσα Ελισάβετ Υψηλάντη, η άλλοτε ηγεμονίς του Φαναρίου. Της είχαν δημεύσει όλη την περιουσία στη Ρωσία, της έλειπε, λέει, ακόμη και το λάδι για το καντήλι της. Όταν αποφυλάκισαν τον πρίγκιπα ήταν πιά αργά. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε. Ετοιμοθάνατο τον βρήκε ένας συμπολεμιστής του του Ιερού Λόχου, ο Λασάνης. Του έφερε την εφημερίδα του τόπου, τον Αυστριακόν Παρατηρητήν.

-Tι νέα γράφουν; ρώτησε αργά τον συμπολεμιστή του ο πρίγκιψ.

-Ο Καποδίστριας έφθασε στη Μάλτα. Μια φρεγάδα αγγλική τον περιμένει να τον μεταφέρει στην Ελλάδα, του αποκρίθηκε ο Λασάνης.

-Δόξα σοι ο Θεός, είπε ο Υψηλάντης.

Άρχισε να ψελλίζει το «Πάτερ Ημών». Αλλά πριν τελειώσει την προσευχή του είχε ξεψυχήσει.

*

Μεντεσίδης Χαράλαμπος
Αντγος ε.α.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…

Αφήστε μια απάντηση