Αναμνήσεις απογόνου της Ιστορικής Οικογένειας Τζαβέλλα.
Είμαι ο ε.α. Ταξίαρχος ΙΠΠ-Τ/Θ Λάμπρος Τζαβέλλας και έχω την τιμή να κατάγομαι από το ένδοξο και Ιστορικό Σούλι και να είμαι απόγονος της ενδόξου Φάρας των πολεμάρχων του Σουλίου, της Φάρας των Τζαβελλαίων που στους αγώνες που έγιναν για την Ελευθερία της Πατρίδος μας, έδωσε το περισσότερο αίμα. Αρχηγός της Φάρας μου ήταν ο Λάμπρος Τζαβέλλας, το όνομα του οποίου έχω την τιμή να φέρω, ο οποίος το 1792 αγωνιζόμενος κατά του δυνάστη της Ηπείρου Αλή Πασσά, όστις εκστρατεύων με 12.500 στρατό προς κατάληψη του Σουλίου, ηττάται αφήνων 2.500 νεκρούς, πολλούς τραυματίες και αιχμαλώτους, ενώ οι Σουλιώτες μόνον 70 νεκρούς. Μεταξύ όμως αυτών και ο πολέμαρχος Λάμπρος Τζαβέλλας. Την αρχηγία αναλαμβάνει ο υιός του Φώτος για να γράψει κι αυτός νέες σελίδες δόξης. Ο τάφος του ευρίσκεται στην Κέρκυρα στη μονή Πλατυτέρας, δηλητηριασθείς το 1809 υπό του Αλή Πασά.
Μετά τον θάνατο του Φώτου Τζαβέλλα την αρχηγία της Φάρας αναλαμβάνουν ο Νικόλαος και ο Κίτσος. Συμμετέχουν στην επανάσταση του 1821 και πολεμούν στις περισσότερες κρίσιμες μάχες του αγώνα. Λαμβάνουν μέρος στις μάχες κατά την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου το 1826. Το 1829 απελευθερώνουν τη Ναύπακτο και ο Νικόλαος ονομάζεται απελευθερωτής και πρώτος φρούραρχος αυτής. Ο Κίτσος Τζαβέλλας μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος διετέλεσε επί Βασιλέως Όθωνος δις υπουργός στρατιωτικών, Γερουσιαστής και Πρωθυπουργός.
Κατά οικογενειακή παράδοση από το 1792 έως το 1940, εις τους αγώνες που έγιναν για την ελευθερία της Ελλάδος, 177 Τζαβελλαίοι έπεσαν για την Πατρίδα, 177 Τζαβελλαίοι πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της Ελευθερίας. Από τους τελευταίους πεσόντες ο αδελφός του παππού μου Νικόλαος και ο εξάδελφός του Ιωάννης, Ταγματάρχες όντες, έπεσαν το 1921 στο Καλέ Γκρότο κατά την Μικρασιατική εκστρατεία. Ο παππούς μου Λάμπρος πολέμησε στους απελευθερωτικούς πολέμους 1912-1913, διακριθείς στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Τραυματίστηκε στις μάχες Αίπους της Χίου και του Κιλκίς. Προήχθη δις επ’ ανδραγαθεία και ετέθη εν τιμητική αποστρατεία, όντας τραυματίας με ένα πνεύμονα, με τον βαθμό του Υποστρατήγου.
Και η προσφορά αίματος δεν σταματά εδώ. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941 δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Τζαβελλαίοι. Ο πατέρας μου Ίλαρχος Κων/νος Τζαβέλλας, υπηρετών εις το 3ο Σύνταγμα Ιππικού, επιτιθέμενος με τους ανδρείους Ιππείς του προς κατάληψη του υψώματος Άγιος Αθανάσιος της Λυσίτσας στην Πρεμετή της Βορείου Ηπείρου, όπου στην κορυφή του υπήρχε ένα εκκλησάκι ο Άγιος Αθανάσιος, τον οποίο είχαν οχυρώσει οι Ιταλοί, έπιπτε νεκρός στις 2 Δεκεμβρίου 1940, βληθείς δια μιας ριπής πολυβόλου στο στήθος. Ετάφη στο χωριό Παντελόνια, αριθμώντας τον 177ο Τζαβέλλα που έπεσε για την Πατρίδα.
Θυμάμαι όταν εκυρήχθη ο πόλεμος την 28η Οκτωβρίου 1940. Τότε ήμουν έξι ετών και είμεθα στα Σέρρας όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου ως διοικητής Ίλης στο 3ο Σύνταγμα Ιππικού. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ήλθε στο σπίτι ο Ιπποκόμος με το άλογό τον και το άλογο του πατέρα μου, Κίτσο το έλεγε, για να τον πάρει και να πάει στο Στρατόπεδο. Ανέβηκε στο άλογο και πήρε και εμένα. Φθάνοντας έξω από το σχολείο μου με κατέβασε από το άλογο, μου έδωσε ένα δίφραγκο για να πάρω κουλούρι και έφυγε. Στο σχολείο όλοι οι μαθηταί κάναμε την πρωϊνή μας προσευχή, ψάλαμε τον Εθνικό μας ύμνο και έγινε έπαρσις της Σημαίας μας, όπως γινόταν πάντα, σε αντίθεση με μερικούς σημερινούς άθεους, απάτριδες, ανθέλληνες και άκαπνους, που θέλουν να τα καταργήσουν. Ξεχνούν ότι οι μπαρουτοκαπνισμένοι πρόγονοί μας, πολέμησαν για του Χριστού την πίστη την Αγία, για της πατρίδος την Ελευθερία. Ο Δντης του σχολείου, μας είπε να πάμε στα σπίτια μας γιατί έγινε πόλεμος. Γύρισα στο σπίτι μου όπου είδα την μητέρα μου να κλαίει και να ετοιμάζει το κιβώτιο εκστρατείας του. Ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο έξω. Ήσαν οι Ιππείς που περνούσαν πάνοπλοι για τον σιδηροδρομικό σταθμό και το χτύπημα των πετάλων των αλόγων επί του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Ένα θέαμα φανταστικό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις φυσιγγιοθήκες που κρέμονταν γύρω από τους λαιμούς των αλόγων. Πήγαμε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό για να αποχαιρετήσουμε τον πατέρα μου. Ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα. Στις 2 Δεκεμβρίου 1940 μετά από επτά νικηφόρες μάχες που είχε λάβει μέρος, του ανετέθη η αποστολή να επιτεθεί και να καταλάβει το ύψωμα Άγιος Αθανάσιος, με το εκκλησάκι που είχαν οχυρώσει οι Ιταλοί. Φθάνοντας στον περίβολο της εκκλησίας μια ριπή πολυβόλου του γαζώνει το στήθος και πέφτει. Το εκκλησάκι καταλαμβάνεται σε λίγα λεπτά. Οι στρατιώτες πλησίασαν τον Ίλαρχό τους, μα η καρδιά του είχε πάψει να χτυπά. Η σωρός του μετεφέρθη στο Χωρίο Παντελόνια όπου κι ετάφη στον περίβολο της εκκλησίας Κοιμήσεως Θεοτόκου.
Στην συλλυπητήριο επιστολή που έστειλε ο Μέραρχος Στανωτάς στον παππού μου για τον θάνατο του πατέρα μου, η απάντησις του παππού μου δεν μπορεί παρά να ήταν Σουλιώτικη. Του έγραφε : “Στρατηyέ έλαβα την επιστολή σας για τον θάνατο του υιού μου αλλά δεν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια διότι ο υιός μου έπεσε για την Πατρίδα. Ως πατέρας πονώ, ως Τζαβέλλας είμαι υπερήφανος για τον θάνατό του. Οι Τζαβελλαίοι πολεμούν και πίπτουν για την τιμή, για την δόξα, για την Πατρίδα”.
Θυμάμαι που ο παππούς ήρθε στο σπίτι να μας αναγγείλει τον θάνατο του πατέρα μου. Μας φώναξε κοντά του και με ανέκφραστο πρόσωπο είπε στην μητέρα μου : “Ρίτσα παιδί μου ο Κωσrάκης μας έπεσε για την Πατρίδα”. Η μητέρα μου λιποθύμησε. Εγώ με τον αδελφό μου βάλαμε τα κλάματα. Αργότερα στο διπλανό δωμάτιο είδα τον παππού μου να έχει αγκαλιάσει το χιτώνιο του πατέρα μου και να κλαίει. Θυμάμαι ότι έκλαψα, πολύ γιατί τον αγαπούσα. Από τότε δεν έχω ξανακλάψει ποτέ. Λες και του αφιέρωσα το τελευταίο μου κλάμα.
Πριν μερικά χρόνια θέλησα μαζί με τον υιό μου Κωνσταντίνο να επισκεφθούμε τον τάφο του πατέρα μου και σκέφτηκα να πάρω λίγο χώμα Ελληνικό να σκορπίσω πάνω στο μνήμα του, μα δεν πραγματοποίησα την σκέψη μου, διότι είπα : μα και εκεί χώμα Ελληνικό δεν είναι ; Η Βόρειος Ήπειρός μας είναι.
Πηγή: ΙΠΠΙΚΟ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΑ • Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2016.