Ο χρυσός των Ναζί και η Τουρκία.
Κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία ήταν σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, βάσει της Συνθήκης της 19 Οκτωβρίου 1939. Μετά την πτώση της Γαλλίας, τον Ιούνιο του 1940, μετέπεσε σε κατάσταση «ουδετερότητος» και στις 18 Ιουνίου 1941, μετά τη γερμανική επικράτηση στα Βαλκάνια, υιοθέτησε πολιτική «ενεργού ουδετερότητος», με την Συνθήκη Γερμανοτουρκικής Φιλίας,.
Οικονομικές σχέσεις με την Γερμανία.
Οι γερμανοί είχαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία. Υπήρχαν δύο γερμανικές τράπεζες εκεί, η Deutsche Bank και η Deutsche Orient Bank. έξι γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες με δίκτυα υποκαταστημάτων, περισσότερες από 60 γερμανικές εταιρείες με αντικείμενο το εμπόριο, τις μεταφορές, την βιομηχανία και την παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, τουλάχιστον 50 τουρκικές εταιρείες είχαν αναπτύξει επιχειρηματική συνεργασία με μεγάλους γερμανικούς ομίλους, όπως οι I.G. Farben, Krupp και Bayer.
Τα υποκαταστήματα των δύο μεγάλων γερμανικών τραπεζών, επωφελούμενα των υψηλών τιμών χρυσού στην ελεύθερη τουρκική αγορά, εμπορεύοντο τον λεηλατημένο χρυσό που παρείχε σε αυτές η Reichsbank, εισπράττοντας συνάλλαγμα, κυρίως σε ελβετικά φράγκα. Τα κέρδη των τραπεζών από το εμπόριο χρυσού χρησιμοποιήθηκαν για την χρηματοδότηση όχι μόνο των διπλωματικών, κατασκοπευτικών και προπαγανδιστικών δραστηριοτήτων της Γερμανίας στην Τουρκία, αλλά και των αναλόγων δραστηριοτήτων πρεσβειών χωρών φιλικά προσκειμένων στον Άξονα.
Τον Οκτώβριο του 1941 η Γερμανία συνήψε σημαντική εμπορική συμφωνία με την Τουρκία, προκειμένου να την προσελκύσει περαιτέρω στην τροχιά του Άξονα. Η συμφωνία προέβλεπε την ανταλλαγή τουρκικών πρώτων υλών (κυρίως μεταλλεύματος χρωμίτη) με γερμανικό πολεμικό υλικό, προϊόντα σιδήρου και χάλυβα. Το 1943 η Τουρκία κάλυπτε ουσιαστικά το 100% των γερμανικών απαιτήσεων. Σύμφωνα με τον Albert Speer, υπουργό εξοπλισμών του Χίτλερ, “η γερμανική πολεμική βιομηχανία, χωρίς τα τουρκικά μεταλλεύματα χρωμίτη, θα σταματούσε την παραγωγή αεροσκαφών, αρμάτων μάχης, υποβρυχίων, οχημάτων και βλημάτων..”
Οι Συμμαχικές πιέσεις.
Κατά τη διάρκεια πολέμου η Τουρκία προσπάθησε να εξισορροπήσει τόσο τις ανάγκες και προσδοκίες της Γερμανίας όσο και εκείνες των Συμμάχων. Έτσι, ενώ ήταν σημαντικός εμπορικός εταίρος με τη Γερμανία, διετήρησε τις φιλικές σχέσεις με τους Συμμάχους, οι οποίοι της παρείχαν σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό, και οι οποίοι προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν την επίδραση των εξαγωγών της στη Γερμανία αγοράζοντας προϊόντα, ιδιαίτερα χρωμίτη, σε υπερβολικά υψηλές τιμές. Η Τουρκία πραγματοποίησε ένα τόσο εύρωστο εμπόριο και με τις δύο πλευρές ώστε αύξησε το απόθεμα χρυσού από 27 σε 216 τόνους, μέχρι το τέλος του 1945.
Κατά το 1943 και το 1944, η Τουρκία συνέχισε να λαμβάνει Συμμαχική στρατιωτική βοήθεια, αλλά αντιστάθηκε στην είσοδο στον πόλεμο. Οι Συμμαχικές πιέσεις, η πειθώ και οι υπό προνομιακούς όρους εμπορικές συναλλαγές δεν είχαν αποτέλεσμα μέχρι τις αρχές του 1944, όταν συνδυάστηκαν με απειλές εφαρμογής σε βάρος της των ιδίων οικονομικών μέτρων που είχαν προηγουμένως χρησιμοποιηθεί εναντίον άλλων ουδέτερων χωρών (Σ.Σ Αργεντινής, Πορτογαλίας, Ισπανίας, Σουηδίας).
Η Τουρκία διέκοψε την εξαγωγή χρωμίτη στη Γερμανία στα τέλη Απριλίου 1944, ανέστειλε όλες τις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με αυτήν τον Αύγουστο του 1944 και κήρυξε τελικά πόλεμο στη Γερμανία στα τέλη Φεβρουαρίου 1945, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ενεργά μάχιμη για τους Συμμάχους.
Εκτίμηση των εισροών χρυσού στην Τουρκία.
Οι πρώτοι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες υπελόγισαν ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η Τουρκία έλαβε 10 έως 15 εκατομμύρια δολάρια σε χρυσό, που ένα μεγάλο τμήμα του πιθανόν να προήρχετο από εξαγωγές χρωμίτη. Μετά τον πόλεμο εντοπίστηκαν στην Τουρκία 3,4 εκατομμύρια δολάρια σε βελγικό χρυσό, προερχόμενο από λεηλασίες των Ναζί.
Άλλος γερμανικός χρυσός που εισέρευσε στην Τουρκία, κατά την διάρκεια και μετά τον πόλεμο, περιελάμβανε νομίσματα και ράβδους από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα Reichsbank ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας Joachim Ribbentrop, ως αποτέλεσμα λεηλασιών στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Το Συμμαχικό Πρόγραμμα Safehaven και η Τουρκία.
Η κήρυξη πολέμου της Τουρκίας εναντίον της Γερμανίας αποδυνάμωσε τις προσπάθειες των Συμμάχων να αποκτήσουν την τουρκική υποστήριξη στο πρόγραμμα Safehaven, που αφορούσε στον εντοπισμό χρυσού και περιουσιακών στοιχείων της Γερμανίας στο εξωτερικό, για την αποτροπή χρήσης τους σε ενδεχόμενη ναζιστική αναβίωση.
Ωστόσο, οι Σύμμαχοι διεξήγαγαν επίσημες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την επιστροφή του λεηλατημένου χρυσού και την χρησιμοποίηση των ρευστοποιημένων γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Οι Σύμμαχοι υπελόγισαν ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Γερμανίας στην Τουρκία ήταν πάνω από 51 εκατομμύρια δολάρια το 1945 και πιθανώς έως και 71 εκατομμύρια δολάρια το 1946.
Η Τουρκία ήταν πρόθυμη να συζητήσει για τα περιουσιακά στοιχεία με τους Συμμάχους, αλλά επέμεινε να προηγηθεί η ικανοποίηση των τουρκικών πολεμικών αξιώσεων κατά της Γερμανίας (Σ.Σ αποζημιώσεις) και το υπόλοιπο να διατεθεί στους Συμμάχους.
Μεταπολεμικές Συμμαχικές Προσπάθειες.
Οι Συμμαχικές προσπάθειες για επίτευξη συμφωνιών με την Τουρκία το 1946, σχετικά με την επιστροφή του χρυσού και των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων, δεν υπήρξαν πιεστικές και επισκιάστηκαν από μια σημαντική αλλαγή στις σχέσεις με αυτήν: Το 1946, μετά την απειλή των Σοβιετικών στα Δαρδανέλια και τα Σοβιετοτουρκικά σύνορα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν την Τουρκία ως ακρογωνιαίο λίθο της αναδυόμενης δυτικής στρατηγικής. Το Δόγμα Τρούμαν (Μάρτιος 1947), που περιέλαβε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και την Τουρκία, ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας βοήθειας προς την Τουρκία ύψους 150 εκατομμυρίων δολαρίων, τον Ιούλιο 1947.
Η παραπάνω συμφωνία του Ιουλίου 1947 καταδίκασε τις διαπραγματεύσεις για την επιστροφή του γερμανικού χρυσού και των περιουσιακών στοιχείων. Τον ίδιο μήνα η Τουρκία ήταν πρόθυμη να επιστρέψει χρυσό αξίας άνω των 4,3 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να δεχθεί περαιτέρω Συμμαχικές απαιτήσεις για πληροφορίες.
Μέχρι την άνοιξη του 1951, οι Σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει να παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους επί των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων, με αντάλλαγμα την επίλυση του θέματος σχετικά με τον χρυσό. Συμμαχικό σημείωμα, του Μαΐου 1952, προς τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών αναφέρει ότι οι Σύμμαχοι συμφωνούν να διευθετηθεί το ζήτημα του χρυσού, για 1 εκατομμύριο δολάρια, παραιτούμενοι της αξίωσης επί των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων και επέτρεπαν στην Τουρκία να καρπωθεί τα έσοδα από την εκκαθάρισή τους.
Τελικά, το 1953 οι Σύμμαχοι εγκατέλειψαν τις περαιτέρω προσπάθειες επιστροφής του χρυσού. Έτσι η Τουρκία επέτυχε να μην επιστρέψει στους Συμμάχους τον γερμανικό χρυσό και τα έσοδα ρευστοποίησης των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων. (Σ.Σ καθιστώντας απόλυτα εύστοχο τον μετέπειτα χαρακτηρισμό της ως “Επιτήδειου Ουδέτερου”, από τον αμερικανό πανεπιστημιακό Frank G. Weber, συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου).
Απόδοση στα Ελληνικά – Επεξεργασία Στοιχείων : Ομάδα Σύνταξης ΣΣΕ77
Πηγή: State Department and Foreign Affairs Records RG 84 (Turkey)