Ο Εορτασμός του Πάσχα και το Άγιο Φώς.
Το Άγιο Φώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά την ώρα της Αναστάσεως του Χριστού,μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου και λίγες ώρες πριν από το ξημέρωμα της Κυριακής του Πάσχα, με πιθανότερη ημερομηνία την 5η Απριλίου του 33 μ.Χ.
Πρόκειται για ένα γεγονός που δεν είναι έκτακτο ή προσωρινό, αλλά επαναλαμβανόμενο επί πολλούς αιώνες , με τρόπο πασίδηλο και ιστορικώς καταγεγραμμένο.
Σύμφωνα με τον Έλληνα κληρικό Νικήτα (10ος αι.) το Άγιο Φώς άρχισε να εμφανίζεται ήδη από την εποχή του Χριστού, αμέσως μετά την Ανάληψή Του, κάθε Μεγάλο Σάββατο χωρίς καμία διακοπή στο πέρασμα των αιώνων. Ο Άραβας ιστορικός αλ-Μασούντι και ο Αρμένιος ιστορικός Κιρακός ανάγουν τη χρονική αφετηρία του θαύματος λίγο αργότερα, και αναφέρουν ότι το Άγιο Φώς άρχισε να εμφανίζεται κατά την περίοδο κατασκευής του Ναού της Αναστάσεως, δηλαδή την περίοδο 326-336 μ.Χ. Ο ιστορικός Κιρακός αναφέρει επιπλέον ότι το πρώτο ιστορικό πρόσωπο που βίωσε το θαύμα είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής,περί το έτος 330 μ.Χ. Εντύπωση προκαλεί, επίσης το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι των Ιεροσολύμων συμμετέχουν κατά χιλιάδες στην τελετή του Αγίου Φωτός , αποδέχονται την αυθεντικότητα του θαύματος και μεταφέρουν το Φώς με ευλάβεια στα σπίτια τους.
Επικεφαλής της τελετής , από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν ο Έλληνας επίσκοπος (και αργότερα πατριάρχης) των Ιεροσολύμων, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιείτο ήταν αποκλειστικώς η ελληνική. Ο ελληνικός αυτός χαρακτήρας, που διατηρήθηκε στο πέρασμα των αιώνων, επεξηγεί τον λόγο για τον οποίο το Άγιο Φώς, από τα πρώτα χρόνια μέχρι και σήμερα, εξέρχεται και διαμοιράζεται από τα χέρια του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη. Σύμφωνα με γραπτές πηγές, κατά τους πρώτους αιώνες, από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 15ου αιώνα, την ώρα που εμφανιζόταν το Άγιο Φώς δεν υπήρχε κανείς στον εσωτερικό χώρο του Τάφου. Η είσοδος του μνημείου σφραγιζόταν με μελισοκέρι, ως ανάμνηση της σφραγίσεως του Τάφου από τη ρωμαϊκή φρουρά και ο Έλληνας πατριάρχης παρέμενε εκτός του μνημείου, πλησίον της εισόδου, απ’ όπου απηύθυνε προς τον Ιησού τις καθιερωμένες επικλήσεις. Δηλαδή επί έξι αιώνες, την ώρα που ελάμβανε χώρα το θαύμα και αναφλεγόταν η ακοίμητη κανδήλα μέσα στον Τάφο, το μνημείο ήταν άδειο και σφραγισμένο. Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, περί το 1480, αποφασίζεται όπως η επίκληση της ελεύσεως του Αγίου Φωτός να μη γίνεται έξω από τον Τάφο, αλλά στο εσωτερικό του μνημείου από τον ίδιο τον πατριάρχη, ενώ στον προθάλαμο του Κουβουκλίου παρευρίσκεται ως μόνος μάρτυρας ο Αρμένιος πατριάρχης. Η άσβεστη λυχνία ή ακοίμητη κανδήλα του Παναγίου Τάφου ανάβει για πρώτη φορά το 326 μ.χ. έτος που ανακαλύφθηκε ο Τάφος του Χριστού και έκτοτε παραμένει άσβεστη για 17 συνεχόμενους αιώνες. Σβήνει μόνο μία φορά το χρόνο,το πρωΐ του Μεγάλου Σαββάτου, για να ανάψει λίγο αργότερα με το Άγιο Φώς.
Το 637 μ.Χ. η Ιερουσαλήμ κυριεύεται από τους Άραβες. Ο επικεφαλής τους, Χαλίφης Ομάρ-Χατάμπ, εκδίδει διάταγμα διά του οποίου παραδίδει τη δικαιοδοσία του Παναγίου Τάφου στον Έλληνα Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος αποκαλείται πατριάρχης του βασιλικού γένους των Ρωμαίων.
Το 1099 μ.χ. είναι η σειρά των Σταυροφόρων να καταλάβουν την πόλη. Την ίδια χρονιά ο Έλληνας πατριάρχης αντικαθίσταται από τον Λατίνο Αρνούλο και όλα τα δικαιώματα, καθώς και τα κλειδιά του Αγίου Τάφου, περνούν στα χέρια των Φράγκων. Η μεγάλη καθυστέρηση στην έλευση του Φωτός το έτος 1100 μ.χ. και η πλήρης αποτυχία της τελετής για πρώτη φορά στην ιστορία, το 1101μ.χ., γίνονται αιτία να τεθούν και πάλι οι Έλληνες επικεφαλής της τελετής. Το Μεγάλο Σάββατο του 1100 μ.χ. αν και η τελετή γίνεται με τον προβλεπόμενο τρόπο, για πρώτη φορά το Άγιο Φώς δεν εμφανίζεται. Η τελετή παρατείνεται για αρκετές ακόμη ώρες και οι επικλήσεις επαναλαμβάνονται, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι Λατίνοι ιερείς αντιλαμβάνονται πως οι ενέργειές τους δεν επιδοκιμάζονται από τον Θεό και διατάζουν τους Σταυροφόρους να εξομολογηθούν για τα αμαρτήματά τους και πρωτίστως για τις σφαγές που διέπραξαν κατά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Μετά από αυτή τη μακρά διαδικασία, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος ιστορικός Γκιμπέρ και ενώ είχε πέσει σχεδόν η νύχτα το Άγιο Φώς εμφανίζεται.
Το επόμενο Μεγάλο Σάββατο, όμως, στις 20 Απριλίου του 1101μ.χ., για πρώτη φορά στην ιστορία της πόλης το Άγιο Φώς δεν εμφανίζεται καθόλου.Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι Λατίνοι συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν την επιδοκιμασία του Θεού και οι κάτοικοι της πόλης θορυβούνται. Οι Λατίνοι ιερείς αποφασίζουν να αποχωρήσουν από τον Ναό της Αναστάσεως και να μεταβούν για λιτανεία στον «Ναό του Κυρίου», δηλαδή στο τέμενος του Θόλου του Βράχου, το οποίο οι Σταυροφόροι είχαν μετατρέψει σε χριστιανικό ναό. Το τέμενος είχε ανοικοδομηθεί στη θέση του παλαιού Ναού του Σολομώντος. Οι Έλληνες ιερείς μαζί με τους Σύριους Ορθοδόξους επωφελούνται της ευκαιρίας και ξαναρχίζουν την τελετή μόνοι τους. Και τότε, κάτι αναπάντεχο συμβαίνει. Ως εκ θαύματος, το Άγιο Φώς εμφανίστηκε σε μία από τις κανδήλες στο εσωτερικό του Τάφου. Όμως δεν μπορούσαν να ανάψουν τις λαμπάδες τους διότι ο Τάφος ήταν κλειδωμένος και τα κλειδιά τα κατείχε ο λατίνος πατριάρχης Δαϊμβέρτος.
Το 1187 μ.Χ. στις 3 Ιουλίου στη μάχη του Χατίν ο Σουλτάνος Σαλαντίν ή Σαλάχ αλ-Ντίν νικά τους Σταυροφόρους γίνεται κάτοχος του Τιμίου Σταυρού,τον οποίο είχαν μαζί τους οι Σταυροφόροι και στις 2 Οκτωβρίου εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ μετά από 88 χρόνια κατοχής από τους Φράγκους. Ο Σαλαντίν θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες του ισλαμικού κόσμου. Υπήρξε σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας –Παλαιστίνης και η αυτοκρατορία του εκτεινόταν από τον Νείλο μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Με επίσημο διάταγμά του, η κατοχή του Παναγίου Τάφου και του Γολγοθά αποδίδεται και πάλι στους Έλληνες. «…..Και ο Ναός να μείνει εις το εξής απείρακτος και κανείς από τους μουσουλμάνους να μην τολμήσει να τον μετατρέψει σε τζαμί». Το Μεγάλο Σάββατο της 4ης Απριλίου του 1192 μ.χ. ο Σαλαντίν εισήλθε στο Ναό και συμμετείχε με επισημότητα στην τελετή του Αγίου Φωτός. «Ξαφνικά μπροστά στα μάτια του , η Θεϊκή φωτιά κατήλθε και άναψε την κανδήλα….Ο Σαλαντίν διέταξε να σβήσουν την κανδήλα και όταν αυτή έσβησε ξανάναψε με θεϊκή παρέμβαση. Ο άπιστος διέταξε να την σβήσουν για δεύτερη φορά και για δεύτερη φορά άναψε και πάλι. Για Τρίτη φορά την έσβησε και πάλι ξανάναψε», γράφει ο Άγγλος ηγούμενος Ριχάρδος ο οποίος συμμετείχε προσωπικώς στη σταυροφορία.
Το 1238 μ.χ., όμως ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄,αιφνιδίως και χωρίς να προβάλλει κάποιον ιδιαίτερο λόγο , αποφάσισε να αποκηρύξει την αυθεντικότητα του θαύματος και να απαγορεύσει τη συμμετοχή των Λατίνων κληρικών στη διαδικασία. Έκτοτε η τελετή διατηρείται αποκλειστικά στους κόλπους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το θαύμα του Αγίου Φωτός είναι πράγματι μία υπενθύμιση και μία επισφράγιση του θαύματος της Αναστάσεως του Χριστού. Τα δύο θαύματα είναι στην ουσία ταυτόσημα και αδιαχώρητα. Και έλαβαν χώρα ταυτοχρόνως μέσα στον Τάφο του Χριστού , μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου και λίγο πριν το ξημέρωμα της Κυριακής του Πάσχα, με πιθανότερη ημερομηνία την 5η Απριλίου του 33 μ.Χ.
Ο προσδιορισμός της Κυριακής του Πάσχα αποτέλεσε περίπλοκο πρόβλημα για τις Εκκλησίες και προκάλεσε σφοδρές έριδες. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας της Βιθυνίας (325μ.Χ.) όρισε ως ημέρα εορτής του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου. Καθόρισε επίσης ότι, εφόσον η πανσέληνος είναι Κυριακή, το Πάσχα θα εορτάζεται την αμέσως επόμενη Κυριακή. Επειδή για τον καθορισμό του ορθόδοξου Πάσχα η εαρινή ισημερία υπολογίζεται με βάση το παλαιό ημερολόγιο, οι παλαιοημερολογίτες και οι νεοημερολογίτες γιορτάζουν το Πάσχα την ίδια ημέρα. Αντίθετα , οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες καθορίζουν την εαρινή ισημερία με βάση το νέο ημερολόγιο και γι’ αυτό γιορτάζουν συνήθως το Πάσχα μία βδομάδα νωρίτερα από τους Ορθοδόξους.
Μεντεσίδης Χαράλαμπος
Αντιστράτηγος ε.α.
Πηγές: – «Το ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ» Χάρης Σκαρλακίδης
– «ΙΣΤΟΡΙΑ Εικονογραφημένη» Πάπυρος