Τι μας απειλεί; Το προσφυγικό ή η νέα νομενκλατούρα;

Οι Έλληνες πολίτες ανησυχούν από την έξαρση του προσφυγικού ρεύματος. Ορισμένες από τις ανησυχίες τους είναι δικαιολογημένες, άλλες βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας ή της συνωμοσιολογίας. Περισσότερο ωστόσο θα έπρεπε να ανησυχούν για τη διαμόρφωση της νέας νομενκλατούρας στο εσωτερικό της χώρας.

Το ίδιο έκαναν και οι προηγούμενοι, ναι το ξέρω, αλλά τώρα μιλάμε για τους σημερινούς.

Προσφυγικό, λοιπόν, και νέα νομενκλατούρα είναι τα νέα προτάγματα. Τόσο μάλλον, καθόσον το προσφυγικό μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τον κ. Τσίπρα να πάρει ανάσα και να διαμορφώσει, με σχετική άνεση χρόνου, τη νέα νομενκλατούρα του.

Οι Κύπριοι σύμβουλοι του υπουργού Εξωτερικών τον έχουν καθοδηγήσει σωστά. Ο κ. Κοτζιάς έθεσε, κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Κύπρο, δύο πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα: το πρώτο είναι ότι αμφισβήτησε τις εγγυήσεις σε οποιαδήποτε λύση του κυπριακού και πολύ καλά έκανε. Το δεύτερο, ήταν μια δήλωσή του ότι η Ελλάδα έχει συμφέροντα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Και πάλι σωστά έπραξε.

Αμφισβητεί, δηλαδή, με τη δήλωση αυτήν την πάγια ελληνική θέση ότι «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε». Τα πράγματα άλλαξαν, και όποιος επιζητεί την ησυχία του θα χάσει και αυτά που έχει. Αυτό δεν σημαίνει ανάμιξη, πέραν των δυνατοτήτων της χώρας, σε ένα καμίνι της περιοχής, αλλά προσεκτική αναθεώρηση μιας πολιτικής που, αν δεν έφερε σε αδιέξοδο την εξωτερική πολιτική, την δυσκόλεψε.

Η Ελλάδα είχε, έχει και θα συνεχίσει να έχει συμφέροντα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η αφετηρία τους βρίσκεται πολύ πριν από την υποδούλωσή της στους Τούρκους. Αλλά, στη νεότερη εποχή, το ελληνικό κεφάλαιο αναπτύχθηκε, επί Τουρκοκρατίας, στον ναυτεμπορικό τομέα λόγω κυρίως του διαμεσολαβητικού του ρόλου μεταξύ της αφροασιατικής περιφέρειας και των δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων. Τότε συγκροτήθηκε για να επιτελέσει αυτήν τη λειτουργία. Της διαμεσολάβησης, δηλαδή, την οποία χρειάζονταν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις για να προωθήσουν τα εμπορεύματά τους στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ο χώρος αυτός, λοιπόν, με την τεράστια ρευστότητά του, όπως και ο βαλκανικός, είναι (θέλουμε – δεν θέλουμε) χώρος ζωτικών συμφερόντων του ελληνισμού. Γι’ αυτό χρειάζεται η διαμόρφωση μιας σύνθετης και ευέλικτης πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ιστορικές παραμέτρους της ελληνικής παρουσίας.

Η παρουσία αυτή στη σύγχρονη μορφή της μπορεί να αναπτύχθηκε επί Τουρκοκρατίας, αλλά συνέβη σε αντίθεση με τον οθωμανικό παράγοντα. Διότι εκμεταλλεύτηκε τις ρωγμές που άφηναν οι συνθήκες που οι σουλτάνοι συνομολογούσαν, κυρίως με τη Ρωσία μετά από τις ήττες στους πολλούς ρωσοτουρκικούς πολέμους.

Η Μέση Ανατολή είναι, λοιπόν, η ελληνική αυλή για όσους δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί οι πρόσφυγες έρχονται στην Ελλάδα. Και μάλιστα, πρόσφυγες από μια χώρα, τη Συρία, η οποία έχει τη μικρότερη σχέση με τους Άραβες και το μουσουλμανισμό, καθώς στο έδαφός της έχουν ανθήσει πολυάριθμες θρησκείες και εθνότητες. Είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιος είναι τι και με ποιον στη Συρία. Σε μια χώρα όπου άνθησε το ελληνιστικό βασίλειο των Σελευκιδών, και στην οποία ακόμη και ο αραβικός πληθυσμός της θα μιλούσε σήμερα ελληνικά αν δεν εμφανιζόταν ο Μωάμεθ να τους προσφέρει μια κοινή γλώσσα (εκτός από θρησκεία).

Η εξωτερική πολιτική τού «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτε» έχει χρεοκοπήσει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών. Και εδώ ισχύει ο νόμος του Δαρβίνου: Επιβιώνει ο ευπροσάρμοστος. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα μεσανατολική (όπως και βαλκανική και ευρωπαϊκή) πολιτική. Και αυτήν τη νέα πολιτική δεν μπορεί να την πετύχει παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην Ελλάδα δεν συμφέρει ούτε η διάλυση ούτε, ακόμη, η αποδυνάμωση της Ευρώπης. Από αυτήν αντλεί την – έστω ήπια – ισχύ της. (Γιατί σκληρή ισχύ ούτε μπορεί ούτε είναι πρέπον να προβάλει.)

Οι ιστορικές μνήμες των μεσανατολικών λαών ανάγονται στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αργότερα των ελληνιστικών βασιλείων, αλλά και στη συνέχεια του Βυζαντίου, με το οποίο οι Άραβες ήταν σε συνεχείς πολέμους. Δεν ήταν όμως πάντοτε σε πόλεμο με τους Βυζαντινούς όλοι οι Άραβες. Αντίπαλος του Βυζαντίου ήταν, στην περιοχή, μάλλον το Ιράν που προσπαθούσε και αυτό να προσεταιριστεί τους Άραβες. Οι τακτικές και ευκαιριακές συμμαχίες έδιναν και έπαιρναν. Η ώσμωση και η επιρροή, όμως, του Βυζαντίου, είχε αποτελέσματα σε έναν λαό που αναζητούσε ταυτότητα στη διαδικασία συγκρότησής του ως συλλογικότητας. Και εννοώ τους Άραβες. Ο ισχυρισμός ότι την αρχαία ελληνική γραμματεία τη διέσωσαν οι Άραβες, έχει να κάνει με την προσπάθεια, τότε, του Ισλάμ να δείξει ότι η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν ο αραβικός πολιτισμός, τη στιγμή που τα ελληνικά γράμματα υποχώρησαν στο Βυζάντιο. Μέχρι να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα ο Φώτιος και να τα επαναφέρει.

Η πρόσληψη από τον μέσο Έλληνα της εικόνας του μεσανατολικού ανθρώπου και των στερεοτύπων του για την Ελλάδα, αφίσταται της πραγματικότητας. Η Μέση Ανατολή έχει σε μεγαλύτερη εκτίμηση τους «γιουνάν» από αυτό που πραγματικά είναι.

Οι κρατικές πολιτικές δεν διαμορφώνονται με την αγοραία κοινή λογική. Του φόβου, δηλαδή, για ό,τι ο σημερινός μέσος Έλληνας θεωρεί ξένο, μακρινό και άγνωστο.

Πέραν της ανάγκης διαμόρφωσης πολιτικής απέναντι σε μια αναδυόμενη νέα πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή, με χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν πολύ περιληπτικά παραπάνω, το ερώτημα που προβάλλει σε όσους φοβούνται τις προσφυγικές ροές είναι: τι μπορεί να κάνει ένα κράτος – οποιοδήποτε κράτος, όχι μόνο η Ελλάδα – όταν χιλιάδες άνθρωποι, αψηφώντας οποιονδήποτε κίνδυνο, έρχονται στην επικράτειά του; Να τους βυθίσει; Όχι, βεβαίως. Να τους σκοτώσει; Ομοίως όχι. Η πολιτική που θα μπορούσε να υποστηρίξει, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάντα, είναι η αναλογική του πληθυσμού κάθε χώρας αποδοχή ενός αριθμού προσφύγων. Και αυτόν τον πληθυσμό, πέραν της ανθρωπιστικής πλευράς του θέματος, τον έχει ανάγκη η Ελλάδα. Γιατί;

Διότι είναι μια χώρα που γηράσκει και χρειάζεται ανανέωση. Διότι αυτήν την ανανέωση δεν μπορεί να την πετύχει με τις δυνάμεις που έχει σήμερα, άρα χρειάζεται μια εξωγενή παρέμβαση. Διότι πιστεύει στην αφομοιωτική δύναμη του πολιτισμού της, και συνεπώς οι σημερινοί «ξένοι» σε δύο με τρεις γενιές θα γίνουν «δικοί». Διότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στο παρελθόν, και μάλιστα το πρόσφατο (στην Ιστορία τα εκατό χρόνια δεν θεωρούνται μακρύς χρόνος) – αναφέρομαι στους σλαβόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων, που είχαν αναφορά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και εντάχθηκαν στον ελληνικό κορμό. Όλα αυτά, όμως, για να τα δει κανείς πρέπει να αποβάλει τις παρωπίδες του. Και οι ηγεσίες γι’ αυτό υπάρχουν. Για να μπορούν να δουν και να διαμορφώσουν πολιτικές πέρα από το σήμερα.

Το ιστορικό βάρος, το στοιχείο της γλώσσας που κάποτε μιλιόταν στην περιοχή, η θρησκεία, που κατανοεί καλύτερα τις αιρέσεις του Ισλάμ απ’ ό,τι ο Δυτικός χριστιανισμός, είναι μερικά στοιχεία ήπιας πολιτικής που μπορεί να ληφθούν υπόψη στην προσέγγιση των λαών της Μέσης Ανατολής.

Και αν τίποτε από όλα αυτά δεν πείθει τις φοβισμένες ηγεσίες ή τους φοβισμένους λαούς, ίσως τους σώσει η πολιτική επίλυση της συριακής κρίσης. Κανένας λαός δεν θέλει να φύγει από την πατρίδα του, όσο δύσκολα κι αν περνάει. Και μια επιστροφή των Σύρων μπορεί να σταθεί δυνατή αν υπάρξει λύση στο συριακό πρόβλημα. Θα υπάρξει; Όχι απολύτως. Αλλά μια σταθεροποίηση με τον διαμοιρασμό των περιοχών και την εξάλειψη του Ισλαμικού Κράτους δεν είναι εκτός πολιτικού ορίζοντα.

Το Ισλαμικό Κράτος επιτελεί έναν συγκεκριμένο ρόλο, ο οποίος όταν κριθεί ότι επιτελέστηκε, θα ολοκληρωθεί και η ύπαρξή του. Οι οικονομικές του δυνατότητες μπορούν να ελεγχθούν απολύτως από τη διεθνή κοινότητα με τον περιορισμό των πωλήσεων πετρελαίου από πηγές που κατέχει, και με το πάγωμα των τραπεζικών του λογαριασμών. Απλώς, ακόμα η μεσανατολική Γιάλτα δεν έχει συμφωνηθεί. Ίσως συμβεί εντός του 2016 με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τις Συμφωνίες Sykes-Picot που διαμοίρασαν τη Μέση Ανατολή μεταξύ των τότε (1916) δυνάμεων, Γαλλίας και Αγγλίας. Εκατό χρόνια από τότε, ένας νέος διαμοιρασμός είναι επί θύραις, με τη Ρωσία παρούσα. Τότε, το 1916, πήρε τα λιγότερα, σήμερα διεκδικεί περισσότερα. Λίγο αργότερα, το 1922, η Ελλάδα εξοβελίστηκε από την περιοχή. Σήμερα, με ήπιο τρόπο μπορεί να επανέλθει. Οι πρόσφυγες μπορεί να συμβάλουν σ’ αυτό.

 

ΠΗΓΗ: Pontos-news

Ίσως σας ενδιαφέρουν…

Αφήστε μια απάντηση