Αρχαιολογία και Παγκοσμιοποίηση

Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη

Διανύουμε περίοδο μεγάλων κοσμοϊστορικών αλλαγών που θα καθορίσουν το μέλλον του πλανήτη για τους επόμενους αιώνες. Κι όχι μόνο του δικού μας πλανήτη, αλλά πιθανότατα και την φύση του μελλοντικού ανθρώπινου αποικισμού στο διάστημα…

 Οι κοχλίες του ιστορικού γίγνεσθαι δουλεύουν μέρα-νύχτα, αλλά οι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης κρύβονται πίσω από απατηλές και ακαταλαβίστικες υποσχέσεις για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Η νομιμότητά τους παραμένει τόσο πολύ διάτρητη όσο και η καταστροφική τους δυνατότητα τρομερά ισχυρή.

Χρειαζόμαστε νέους διεθνείς και πολιτειακούς θεσμούς κύρους που να βγουν ζωντανοί και ακέραιοι, όπως η Πολιάδα Αθηνά είχε προβάλει πάνοπλη από το κεφάλι του Διός.

Σε μια εποχή, λοιπόν, που ο υφέρπων μηδενισμός της Υπερεθνικής Ελίτ και των εγκάθετών της προχωρά σε κατά μέτωπο διάβρωση του εθνικού ιστορικού αφηγήματος και της ιστορικής μας ταυτότητας, κάποιοι δουλεύουν μέρα-νύχτα, με όλη την σημασία της λέξεως, για να τα προστατεύσουν και να τα πλουτίσουν.

Ο σημαντικός ρόλος της Αρχαιολογίας στην διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης

Όταν ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης έγραφε εκείνα τα, παιδικού ύφους, μελό στιχάκια του που διδάσκοντο όλοι παληότερα στο σχολείο, αποτύπωνε, εκτός των άλλων, μια σημαντική ιστορική παράμετρο για το νέο ελληνικό έθνος: τον ρόλο που έπαιξε η Αρχαιολογία στην εξ αρχής αναζήτηση, συγκρότηση και εμπέδωση του εθνικού ιδεολογήματος και της εθνικής συνείδησης μετά το ’21.

Στο γνωστό «Τι είναι η πατρίδα μας;»: …αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο ποιητής: «Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία της χρυσή στολή…».

Πράγματι, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αυτά τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία, τα «μάρμαρα», όπως τα έλεγε ο λαός, βάσταγαν ζωντανή την εθνική μνήμη και, πολύ πριν την Επανάσταση, τον 18ο αιώνα, είχαν ήδη διαμορφώσει την ιδέα μιας ένδοξης εθνικής καταγωγής στην συνείδηση των Ρωμηών.

Αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 και την συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους υπό την επήρεια των Διαφωτιστών, η σχέση μεταξύ αρχαιότητας, αρχαιολογίας και ελληνικότητας αναπτύχθηκε στο έπακρο και η αρχαιολογική σκαπάνη επιφορτίσθηκε κυρίως με τον ιερό ρόλο του «θεματοφύλακα» του έθνους και της ιστορίας του. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρχαιολογική Εταιρεία είναι περίπου συνομήλικη με το νέο ελληνικό κράτος. Τον Ιανουάριο του 1837 που ιδρύθηκε, είχε την εποπτεία όλου του τότε ελληνικού χώρου. Τώρα, το έργο των ανασκαφών το έχει μοιραστεί με τις μεγάλες ξένες αρχαιολογικές σχολές, σαν ιδιωτική εταιρεία, ενώ την κεντρική ευθύνη των αρχαιολογικών προγραμμάτων την έχει το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τις Εφορείες Αρχαιοτήτων.

Αν δεν υπήρχε η Αρχαιολογική Εταιρεία στα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, θα είχαν καταστραφεί ή λεηλατηθεί πάρα πολλά αρχαία γιατί οι άλλοι φορείς δεν είχαν την δυνατότητα να ελέγξουν την κατάσταση. Όταν ξεκίνησε η Αρχαιολογική Εταιρεία, το συμβούλιό της απαρτιζόταν από διάφορους λογίους, ερασιτέχνες αρχαιολόγους γιατί δεν υπήρχαν Σχολές Αρχαιολογίας.

Η κατεστημένη ιδεολογία στις αρχές του νεοελληνικού κράτους το ήθελε απευθείας «κληρονόμο και ιστορικό διάδοχο του αρχαίου κόσμου», άσχετο με το τι έγινε ενδιαμέσως.

Ενδεικτικό του όλου κλίματος αρχαιολατρείας, που διαμορφώνεται και ενισχύεται από τους Βαυαρούς, είναι ότι το 1841 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Φαναριώτης λόγιος Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, έλεγε για το Βυζάντιο: «Η Βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών… στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων».

Ακόμα και ο κατοπινός εισηγητής της ιδεολογίας της «ελληνικής συνέχειας», Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στα νεανικά του έργα εκφράζεται αρνητικά για το Βυζάντιο.

Το έθνος έπασχε για πολλές δεκαετίες από «κλασσικόν στραβισμόν»…, όπως γράφει το 1867 το περιοδικό «Ελπίς», έχοντας τον έναν οφθαλμόν εις την αρχαιότητα και τον άλλον στη νεότητα, αφήνοντας «αόρατον την μεσότητα»…

Βέβαια, μόλις ωρίμασε το μικρό βασίλειο, θυμήθηκε και την συνέχειά του… Παρ’ όλα αυτά, πέρασε καιρός μετά την διατύπωση των φιλοβυζαντινών και ενωτικών απόψεων του Παπαρρηγόπουλου για να ανακαλυφθεί το Βυζάντιο. Ακόμα και τα δύο μόνο Βυζαντινά Μουσεία που υπάρχουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατασκευάστηκαν σχετικά πρόσφατα.

Κι αν αυτή την στιγμή η επίθεση της Νέας Τάξης δείχνει να κατευθύνεται απέναντι στην Ορθόδοξη Ανατολή, το Βυζάντιο και την ιδεολογία της «ιστορικής συνέχειας», ο επόμενος στόχος θα είναι αυτός της κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Γιατί, όπως δομήθηκε σε δύο φάσεις η σημερινή μας ταυτότητα – πρώτα ο «κλασσικός στραβισμός», ύστερα η «ιστορική συνέχεια» – έτσι κατ’ αντίστροφον φορά θα αποδομηθεί…, αν δεν τους εμποδίσουμε να το κάνουν.

Ευτυχώς, στον πολιτισμικό αυτόν πόλεμο το υπερόπλο της Αρχαιολογικής Ανασκαφής δίνει και σήμερα το «παρών». «Η Αρχαιολογία δεν είναι ένα λουλούδι ωραίο μεν, αλλά άχρηστο κατά τα άλλα», λέει η Γερμανίδα καθηγήτρια Έρικα Ζίμον, μια από τις ηγετικές μορφές παγκοσμίως στην αρχαιολογία και λάτρης της Ελλάδας. «Είναι πολύτιμη, διότι δεν αναδεικνύει μόνο τις ρίζες της Ελλάδας, αλλά και τις πνευματικές ρίζες του δυτικού κόσμου».

Από την επίσκεψη της Αμάλ Αλαμουντίν στην Αθήνα (13 Οκτωβρίου 2014). Είναι αξιοπρόσεκτη η ιδιαίτερη κινητικότητα γύρω από τους ελληνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς και το παγκόσμιο ενδιαφέρον που παρατηρείται με αφορμή τις ανασκαφές της Αμφιπόλεως, τις υποθαλάσσιες έρευνες στο ναυάγιο των Αντικυθήρων με υπερσύγχρονο εξοπλισμό και την εμπλοκή διεθνών προσωπικοτήτων όπως ο Τζωρτζ Κλούνεϋ και η σύζυγός του, Αμάλ Αλαμουντίν, δικηγόρος που ειδικεύεται στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.

 

Η αρχαιολογική σκαπάνη σήμερα: από την πολιτική μέχρι την γραφικότητα

Σήμερα οι αρχαιολόγοι συνεργάζονται με παλαιοεθνολόγους, παλαιοβοτανολόγους, γεωγράφους και εφαρμόζουν τις πιο προηγμένες τεχνολογίες και μεθόδους, έχοντας κατανοήσει ότι μόνο μια σύγχρονη, διεπιστημονική προσέγγιση μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα που η ίδια η αρχαιολογία θέτει.

Η ίδια η εμπειρία απέδειξε ότι η κλασσική αρχαιολογική σχολή των φιλολόγων και ιστορικών αρχαιολόγων οδήγησε σε πολλές διαστρεβλώσεις του ιστορικού παρελθόντος. Ένας χημικός, φερ’ ειπείν, μπορεί να διαβάσει πάνω σε έναν αμφορέα έναν χημικό τύπο, κάτι που, αν ο αρχαιολόγος που έχει κάνει την ανασκαφή το γνώριζε, θα άλλαζε η εκτίμηση και η χρονολόγηση πολλών ευρημάτων.

Παρά, λοιπόν, τις σοβαρές ενστάσεις που μπορεί να υπάρχουν για την επικρατούσα «συντηρητική» αντίληψη στην ηγεσία της ελληνικής αρχαιολογίας και των υπηρεσιών του υπουργείου και με την οποία έχουμε συγκρουσθεί πολλάκις όταν αναφερόμαστε στις «απαγορευμένες» ανακαλύψεις, οφείλουμε να παραδεχθούμε τα πολλά θετικά βήματα που γίνονται.

Συζητώντας τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινωνίας, μπορούμε να καταγράψουμε τέσσερις «σχολές» αρχαιολογίας ή μάλλον τέσσερις περιπτώσεις χρήσης της αρχαιολογίας: η εθνική αρχαιολογία, η πλαστή αρχαιολογία, η απαγορευμένη αρχαιολογία και η παρα-αρχαιολογία.

Η εθνική αρχαιολογία είναι αυτή που ανασκάπτει και μελετά τις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος και το περιβάλλον τους, μέσω της συστηματικής ανακάλυψης, αποκατάστασης και ανάλυσης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Πρωταρχικός στόχος αυτής της σχολής είναι να βρίσκει στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, στα αντικείμενα δηλαδή της αρχαιολογικής έρευνας, τις απτές μαρτυρίες για να τεκμηριώσει την εθνική ιδιαιτερότητα, την ιστορική ταυτότητα αλλά, ενίοτε, και τον εδαφικό αλυτρωτισμό κ.λπ. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει εξ αρχής η ελληνική αρχαιολογική σχολή και όλες οι σχολές των ιστορικών εθνών της Ευρώπης, που δημιούργησε ο διαφωτισμός και ο εθνικισμός του 19ου αιώνα.

Η πλαστή αρχαιολογία είναι αυτή που εκτρέπεται από την υπερβολική ανάμειξη της πολιτικής σκοπιμότητας στην αρχαιολογική έρευνα και καταλήγει σε «εθνικιστικές» κατασκευές του παρελθόντος. Στην περιοχή της Μεσογείου αυτό γίνεται, φερ’ ειπείν, περισσότερο φανερό στις περιοχές του Ισραήλ και της Παλαιστίνης με την επαναχαρτογράφηση της γης και την αλλαγή των τοπωνυμίων της (βλ. περισσότερα: Κ. Καλογερόπουλος, «Αρχαιολογία και πολιτική», www.archive.gr, 13/06/2005). Οι αρχαιολόγοι της περιοχής έχουν την μεγαλύτερη εμπειρία επί του θέματος. Οι Μουσουλμάνοι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται ότι η ισραηλινή αρχαιολογία προσπαθεί να υπονομεύει τα θεμέλια του μουσουλμανικού τεμένους στην Ιερουσαλήμ ενώ οι Εβραίοι αρχαιολόγοι κατηγορούν τους Μουσουλμάνους ότι προσπαθούν να σβήσουν οποιαδήποτε στοιχεία αποδεικνύουν ότι εκεί υπήρξε εβραϊκός ναός, απομακρύνοντας μυστικά τα τεχνουργήματα που βρίσκουν στις ανασκαφές… Η αλήθεια για τις ανασκαφές της περιοχής αποκαλύπτεται στο βιβλίο για την «Βίβλο» του Ίσραελ Φινκελστάϊν:

«Το τεράστιο βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα; Ανύπαρκτο. Η Ιερουσαλήμ εκείνης της περιόδου (10 αιώνας π.Χ.), ήταν ένα μικρό χωριό, μετά βίας κωμόπολη, δίχως ίχνος μεγαλείου και δημόσιων κτηρίων (Ναός του Σολομώντα, ανάκτορα κ.λπ.). Ο «χρυσός αιώνας» του Δαβίδ και του Σολομώντα δεν υπήρξε ποτέ. Παρά τον θρυλούμενο πλούτο και ισχύ τους, «ούτε ο Δαβίδ ούτε ο Σολομών αναφέρονται έστω και σε ένα αιγυπτιακό ή μεσοποταμιακό κείμενο». (σελ. 175) Το μοναδικό αρχαιολογικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ιστορικότητας του Δαβίδ είναι κάποια θραύσματα ενός μνημείου από βασάλτη, στα οποία υπάρχει, μεταξύ άλλων, γραμμένη στα αραμαϊκά, τη γλώσσα των αραμαϊκών βασιλείων της Συρίας, και η έκφραση «οίκος του Δαβίδ». Η επιγραφή χρονολογείται περί το 835 π.Χ., εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη βασιλεία του Δαβίδ (περ. 1005-970 π.Χ., σύμφωνα με την επίσημη βιβλική χρονολόγηση)… Τέτοιος πλούτος αποδείξεων…» (βιβλιοπαρουσίαση Hellenic Nexus, τ.2, Ιούνιος-Ιούλιος 2004).

Άλλη περίπτωση πλαστής αρχαιολογίας είναι αυτή που οικειοποιείται τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις που ανήκουν σε άλλους πολιτισμούς, για να κατασκευάσει ψευδές δικό της παρελθόν, π.χ. η Τουρκία στην οποία η αρχαιολογία αποδίδει τις ελληνικές αρχαιότητες της Μικρασίας στους «αρχαίους Τούρκους» της Ανατολίας… Γι’ αυτό και η Κεμαλική αρχαιολογική σχολή ΔΕΝ είναι αποδεκτή σε κανένα επίσημο συνέδριο.

Η απαγορευμένη αρχαιολογία αφορά υπαρκτά στοιχεία και αρχαιολογικές αποκαλύψεις που αποσιωπούνται ή συγκαλύπτονται γιατί δεν βολεύουν το δυτικό αρχαιολογικό και επιστημονικό κατεστημένο, το οποίο παραμένει δέσμιο της ινδοευρωπαϊκής ή βιβλικής ή οποιασδήποτε άλλης επίσημης ιστορικής χρονολόγησης. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας «συνωμοσία», αλλά δεν είναι το θέμα του παρόντος άρθρου. Εξυπακούεται βέβαια ότι υπάρχουν παρόμοια φαινόμενα στην σιωνιστική και κεμαλική αρχαιολογία, αλλά εκεί μιλάμε περισσότερο για ιστορικές πλαστογραφίες και όχι αρχαιολογικό «συντηρητισμό» και τυπολατρία που μπορεί να συναντάμε στις εθνικές αρχαιολογίες…

Τέλος, η παρα-αρχαιολογία του τύπου «Ιντιάνα Τζόουνς», δηλ. η αναζήτηση της «χαμένης κιβωτού», του «χαμένου θησαυρού του Σολομώντα» και άλλες τέτοιες κατασκευές που έχουν επιβάλει οι Βιβλιστές της Αμερικής και οι κάθε λογής Αποκρυφιστές, οι οποίοι δεν μπορούν να βρουν ούτε ένα …τσαντήρι για να θεμελιώσουν την ύπαρξη των ψευτο-βασιλείων τους και γι’ αυτό φτιάχνουν Χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές όπου οι κινηματογραφικοί αρχαιολόγοι… παλεύουν σκληρά για να αποσπάσουν την «κιβωτό» από τα χέρια των Ναζί. Υπάρχει και η «ουφολογική» εκδοχή της παρα-αρχαιολογίας όπου διάφοροι embedded τυχοδιώκτες (δηλ. ενσωματωμένοι στην Νέα Τάξη) τύπου «Νταίνικεν» προσπαθούν να αχρηστεύσουν εντελώς κάθε επίτευγμα των ιστορικών εθνών: …Ποιος Αριστοτέλης και φιλοσοφία και «Ηθικά Νικομάχεια». Δεν υπάρχει καμμία ανθρώπινη ιστορικότητα, καμμία σκέψη, κανένα ιδανικό, καμμιά αξία… Όχι, ο Αριστοτέλης ήταν UFO, ήρθε από το Διάστημα, κατείχε υπερ-τεχνολογία και άλλα κόμικς. Δυστυχώς και πολλοί δικοί μας έπεσαν σε αυτές τις νεοεποχίτικες «λούμπες» και δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι βγάζουμε μόνοι μας τα μάτια μας… «χαμηλώνουμε» έτσι, γινόμαστε και εμείς «αμερικανάκια» στα αζήτητα της ιστορίας!

Τέτοιες ιστορικές παραποιήσεις θάλεγα, ότι οφείλονται σε «πνευματικές στενώσεις» που μας συνοδεύουν από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους και επανέρχονται με μια περιοδικότητα σε εποχές παρακμής, κρίσης και εθνικής «απελπισίας» λόγω της απουσίας ιδανικών και εθνικής στρατηγικής.

Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Arnold Toynbee είχε ευφυώς διαγνώσει αυτή την παθολογία του νεώτερου Ελληνισμού και έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι νεοέλληνες δεν έχουν ξεπεράσει το δέος που νιώθουν για τους «κλασσικούς» προκατόχους τους, και αυτός ο υπερβολικός σεβασμός για μια ιδιαίτερη φάση της δικής τους ιστορίας εξακολουθεί να είναι γι’ αυτούς ένας ανασταλτικός παράγων. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ένιωθαν ένα τέτοιο μη οφειλόμενο σεβασμό έναντι των Μυκηναίων προκατόχων τους. Χρησιμοποιούσαν τις μνήμες τους της μυκηναϊκής περιόδου, όχι για να αγιοποιήσουν τα επιτεύγματα των Μυκηναίων Ελλήνων, αλλά ως διανοητική πρώτη ύλη για τη δημιουργία της δικής τους μεγάλης ποίησης». [Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, σ.13, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Εκδ. Καρδαμίτσα, 1992].

 

Σημειώσεις Συντάκτη

  • Στην συνέχεια του άρθρου στην πηγή εξετάζονται οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις σημαντικών τελευταίων ανακαλύψεων, που όμως δεν έτυχαν της δέουσας προσοχής από τα ΜΜΕ, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα.
  • Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Τρίτο Μάτι τ.157, Δεκέμβριος 2007

 

ΠΗΓΗ: Από το ιστολόγιο «Πύλη των Φίλων»

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...

Αφήστε μια απάντηση